Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Οι παππούδες της Ερμιόνης

Ένα από τα ηλικιωμένα ζευγάρια που κάνουν τον απογευματινό τους περίπατο στο Μπίστι.
toposentosblog 
Ήταν από τα πρώτα πράγματα που παρατήρησα στην Ερμιόνη: οι ηλικιωμένοι κυκλοφορούν, δε μένουν στις αυλές και στα καφενεία. Στις βόλτες μου στο Μπίστι, στο διπλανό δάσος, συναντώ αρκετά άτομα της τρίτης ηλικίας που κάνουν τον απογευματινό τους περίπατο. Από την αρχή πρόσεξα κάποιες κυρίες που περπατούν φλυαρώντας και κάποια ηλικιωμένα ζευγάρια που βαδίζουν αργά. Σύντομα κατάλαβα πως οι βόλτες τους ήταν καθημερινές. Αν και αρχικά νόμιζα πως είναι τουρίστες -υπάρχουν ακόμα αρκετοί αυτή την εποχή- περνώντας από δίπλα τους, άκουσα πως μιλούσαν ελληνικά.

Ένα από τα ηλικιωμένα ζευγάρια που κάνουν τον απογευματινό τους περίπατο στο Μπίστι.
Έχουν ενδιαφέρον αυτά τα ζευγάρια. Η γυναίκα έχει σχεδόν πάντα περισσότερα κιλά απ’ τον άντρα, κάποιος απ’ τους δύο κρατάει στο χέρι ένα μπουφάν. Περπατάνε αργά και οι κουβέντες που ανταλλάσσουν είναι λιγοστές, από αυτές που ανταλλάσσουν τα ζευγάρια που είναι χρόνια μαζί. Δεν κρατιούνται απ΄το χέρι όπως οι τουρίστες, αντίθετα πολλές φορές κάποιος απ’ τους δύο προπορεύεται. Είναι ήρεμοι. Κατάφερα να τραβήξω μία φωτογραφία του ενός ζευγαριού με κάποιο κόπο και ντροπή, η φωτογραφία είναι τραβηγμένη εν κινήσει μάλιστα. Το άλλο ζευγάρι που συναντώ είναι ακόμα πιο ηλικιωμένο. Αυτοί περπατάνε πάντα δίπλα-δίπλα με πιο αργό βήμα, δείχνουν μάλιστα να κάνουν τον περίπατο κάπως αναγκαστικά. Και τα δύο ζευγάρια κάνουν μόνο έναν γύρο στο δάσος (οι περισσότεροι περιπατητές, μεταξύ των οποίων κι εγώ, κάνουν περισσότερους, επειδή ο πλήρης γύρος με μέτριο βήμα διαρκεί μόλις ένα τέταρτο), γύρω στις 18:00 και μετά εξαφανίζονται.
Ο αγαπημένος μου παππούς περπατάει στο κάτω μονοπάτι, μιλώντας στο κινητό. (Λήψη εν κινήσει)
Ο αγαπημένος μου παππούς περπατάει στο κάτω μονοπάτι, μιλώντας στο κινητό.
(Λήψη εν κινήσει)
Ο παππούς που θαυμάζω και κάθε μέρα ανυπομονώ να τον δω, βγαίνει αργά για τη μικρή του βόλτα, όταν οι περισσότεροι φεύγουν απ΄το δάσος επειδή πέφτει το σκοτάδι, δηλαδή κατά τις 19:00. Μπαίνει από την είσοδο στα Μανδράκια και δεν κάνει πλήρη γύρο, παρά φτάνει μέχρι τα σκαλιά που κατεβαίνουν κάτω στη μικροσκοπική παραλία και γυρνάει πίσω. Αυτός ο παππούς ζει επικινδύνως, γιατί δεν περπατάει απ’ το κανονικό μονοπάτι, αλλά από το άλλο, που είναι λίγο χαμηλότερα, σχεδόν σύριζα στον γκρεμό. Είναι πολύ καλοντυμένος, τον βλέπω πάντα με σκούρο μπλε παντελόνι, πουκάμισο και σκούρο μπλε μπουφάν και κασκέτο. Περπατάει καμαρωτός, παρότι είναι μάλλον ο μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ όσους βλέπω και με το που πατάει το πόδι του στον χωματόδρομο του δάσους βγάζει το κινητό και αρχίζει τα τηλέφωνα! Διασχίζει τη μικρή απόσταση συνομιλώντας, με ποιον άραγε; Θέλω να φαντάζομαι πως έχει δημιουργήσει αυτή τη μικρή συνήθεια-απόλαυση για τον εαυτό του, να παίρνει τηλέφωνο τα παιδιά ή τα εγγόνια του, για να χαρεί τη συζήτηση περπατώντας. Κάθε φορά που τον βλέπω μου ξεφεύγει ένα μικρό χαμόγελο. Χτες δεν τον είδα και σήμερα πάνω που νόμιζα πως τον έχασα, το βρήκα να κατευθύνεται προς το Μπίστι από την αντίθετη πλευρά. Βάδιζε έξω απ’ το σπίτι μου παίζοντας με το κομπολόι του, ρίχνοντάς μου μία αναγνωριστική ματιά καθώς περνούσα από δίπλα του.
Ο τελευταίος παππούς της παρέας δεν προτιμά τους περιπάτους, αλλά τη βαρκάδα. Κάθε απόγευμα ξεκινάει με τη βαρκούλα του, τον «Ευθύμιο», για να διανύσει την απόσταση από το λιμάνι μέχρι κάποιο σημείο της χερσονήσου κωπηλατώντας. Φανταστείτε μία κλασική ξύλινη λευκή βάρκα με λευκά κουπιά-έτσι είναι ο «Ευθύμιος», μηχανή δεν έχει καν, μόνο κουπιά. Από τις πρώτες ημέρες που εγκαταστάθηκα στην Ερμιόνη βλέπω τον κωπηλάτη παππού μόλις ανοίξω το παράθυρο το απόγευμα, να πηγαίνει αργά προς τα ανοιχτά ή να επιστρέφει προς το λιμάνι ή και τα δύο, τον έχω πετύχει να πηγαίνει πέρα-δώθε κάποιες φορές. Να τον λένε κι αυτόν Ευθύμιο; Έστω. Δεν ξέρω ακόμα τι ιστορία να πλάσω γι αυτόν.
Κάποιες από τις πολλές φορές που έχω προσπαθήσει να φωτογραφίσω τον "Ευθύμιο"
Κάποιες από τις πολλές φορές που έχω προσπαθήσει να φωτογραφίσω τον «Ευθύμιο».
Ο κυρ-Ευθύμης κωπηλατεί αργά και κάνει μικρές παύσεις για ξεκούραση. Έχω προσπαθήσει άπειρες φορές να τον φωτογραφίσω, μάλιστα προχτές το απόγευμα μετά από πολλές προσπάθειες να πετύχω καλή φωτογραφία, σήκωσα το κεφάλι προς τα πάνω και διαπίστωσα πως την ίδια στιγμή επιχειρούσε το ίδιο και η γειτόνισσα του πρώτου ορόφου. «Κάθε μέρα τον βλέπω. Μάλλον αυτό του δίνει ζωή», μου είπε. Σήμερα στον περίπατο στο Μπίστι τον πέτυχα πολύ κοντά στην ακτή. Μετά από κάποιες βόλτες, είχε φτάσει για δεύτερη φορά μέχρι ένα σημείο και έστρεφε τη βάρκα του προς το λιμάνι, για να αρχίσει να επιστρέφει καθώς ο ήλιος έδυε. Μόλις γύρισε την πλώρη προς το χωριό άφησε τα κουπιά και στάθηκε. Σκέφτηκα να επωφεληθώ της ευκαιρίας μια και ήταν τόσο κοντά και άνοιξα την κάμερα, όμως αφού τράβηξα μία φωτογραφία πρόσεξα λίγο πιο πέρα δύο τουρίστες που είχαν κατέβει προς τα βράχια και φωτογράφιζαν κι αυτοί. «Για κοίτα σουξέ ο κυρ-Ευθύμης», σκέφτηκα. Και τότε κοίταξα λίγο καλύτερα και είδα τι ακριβώς φωτογράφιζαν. Και κατάλαβα και γιατί είχε σταματήσει ο κυρ-Ευθύμης και αγνάντευε κι αυτός. Στάθηκα κι εγώ για λίγη ώρα, φωτογράφισα, και μόλις έπεσε εντελώς ο ήλιος συνέχισα για τον τελευταίο μου γύρο στο Μπίστι.
Ο κυρ-Ευθύμης στο ηλιοβασίλεμα της Ερμιόνης.
Ο κυρ-Ευθύμης στο ηλιοβασίλεμα της Ερμιόνης.