Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος : Θυμάται κανείς το σύρτια στο Γκουριμέσι ;;;;

 


Κατά τα τέλη Αυγούστου οι ψαράδες έδεναν 2-3 δεμάτια κλαριά και τα πόντιζαν με μία άγκυρα και ένα καλαδούρι 100 μέτρα περίπου από τη σκάλα του Λευκόλιθου στο Γκουριμέσι. Τα πόντιζαν έτσι, ώστε τα κλαριά να στέκουν περί τα 7-8 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στα σύρτια αρέσει να πηγαίνουν στη σκιά που κάνουν τα κλαριά και, κατά μερικούς ψαράδες, να γλύφουν τη γλίτσα που με τον καιρό πιάνουν τα κλαριά.

Ο Σεπτέμβριος λοιπόν ήταν αφιερωμένος στο ψάρεμα των συρτιών αλλά για τα πιτσιρίκια το πρόβλημα ήταν πού θα βρούμε βάρκα. Το 1960 - 1965 η σταθερή παρέα μας που "όργωνε" τα Μαντράκια ήταν ο αείμνηστος φίλος Νάργος Φασιλής, Κωσταντής Νίκας, Γιώργος Μουρμούρης, Αγγελής Αραπάκης και ο γράφων, με πιο μαγγιώρο στο ψάρεμα τον Γιώργο. Είχαμε το προνόμιο να διαθέτουμε πρόσβαση σε δύο βάρκες: Του μπάρμπα Γιώργη Νίκα και του μπαρμπα Σταμάτη Αραπάκη τη θρυλική "ΣΑΝΤΡΑ" την οποία ακόμη διατηρεί σε άριστη κατάσταση ο Παναγιώτης. Η "ΣΑΝΤΡΑ" ήταν η ωραιότερη και πρακτικότερη μικρή βάρκα που φτιάχτηκε ποτέ, από τον αείμνηστο φίλο Λάζαρο Οικονόμου (Λούη). Αλλά λεπτομέρειες για αυτές τις βάρκες μια άλλη φορά.
Χρησιμοποιούσαμε συρτή με μεγάλο αγκίστρι και για δόλο ζώρες και μελάνια χταποδιών. Ρίχναμε τη συρτή και με τα κουπιά κάναμε μεγάλους κύκλους γύρω από τα δέματα, με μικρή ταχύτητα, ώστε το δόλο να μην ξενερίζει. Γυρίζαμε με 4-5 σύρτια πολύ μεγάλα από 3 έως 7 κιλά!
Το πρόβλημα ήταν το πώς θα το φέρουμε πάνω. Τράβαγε με τέτοια δύναμη που η τρίχα χτύπαγε σαν χορδή κιθάρας. Παίρναμε αμέσως 2-3 στροφές στον σκαρμό, με τα κουπιά ακολουθούσαμε το σύρτι και στα γρήγορα τραβάγαμε ένα δύο μέτρα τρίχα, και πάλι στροφές στον σκαρμό. Η τρίχα έμπαινε στο κρέας. Από τον πόνο μπορεί να αφήναμε την τρίχα και να μας έπαιρνε τη συρτή, γι' αυτό την άκρη της την δέναμε γερά στον σιδερένιο κρίκο της πρύμης ή σε καμιά φουρκάδα. Μπορεί να κάναμε και 10 λεπτά να ανεβάσουμε ένα μεγάλο σύρτι. Αν είχαμε απόχη το ανέβασμα στη βάρκα ήταν εύκολο. Χωρίς απόχη, ένα στα τρία σύρτια το χάναμε. Ξαγκιστρωνόταν. Μόλις ρίχναμε το σύρτι στο αμπάρι γινόταν ο χαμός. Με ένα κοπάνι προσπαθούσαμε να το αποτελειώσουμε, αυτό πήδαγε, μπλεκόταν με την τρίχα της συρτής, αίματα παντού.
Το ψάρεμα ξεκινούσε κατά τις 5 το απόγευμα και τις περισσότερες φορές ξεχνιόμαστε μέχρι που βράδιαζε για τα καλά. Και μετά στο σπίτι τηγανητό σύρτι με δεντρολίβανο και σβήσιμο με ξύδι, ή την άλλη μέρα πλακί στο φούρνο του μπαρμπα Παντελή και της Στάσας.

Άλλα χρόνια τότε..... 

Βασίλης Γκάτσος