Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 2 Μαΐου 2023

Μπέρτολτ Μπρεχτ - Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει



Ποιός έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Oι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;
Kαι τη χιλιοκαταστρεμμένη Bαβυλώνα –
ποιός την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Tη νύχτα που το Σινικό Tείχος αποτελειώσαν,
πού πήγανε οι χτίστες; H μεγάλη Pώμη
είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;
Πάνω σε ποιούς θριαμβεύσανε οι Kαίσαρες;
Tο Bυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο
μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Aκόμα και στη μυθική Aτλαντίδα,
τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα,
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.
O νεαρός Aλέξανδρος υπόταξε τις Iνδίες.
Mοναχός του;
O Kαίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;
O Φίλιππος της Iσπανίας έκλαψε όταν η Aρμάδα του βυθίστηκε.
Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
O Mέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Eφτάχρονο τον Πόλεμο.
Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;
Kάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Kάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.
Ποιός πλήρωσε τα έξοδα;
Πόσες και πόσες ιστορίες.
Πόσες και πόσες απορίες.

Έλλη Βασιλάκη

Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Κάτω απ’ την κληματαριά

 


Χαλασμένη την πήρε. Το κατάλαβε την πρώτη νύχτα του γάμου όταν έπεσε πάνω στο κορμί της με πάθος και τρυφεράδα. Τίποτα δεν είπε. Ένα κοκόρι ξέπλυνε τη ντροπή. Το ‘σφαξε για το  ματωμένο νυφιάτικο σεντόνι που άπλωσαν το πρωί τα πεθερικά στο μπαλκόνι. Όλο το χωριό χόρευε κι έπινε στη θέα του αίματος, σημάδι αγνότητας και καθαρότητας της νύφης κι αξιοσύνης του γαμπρού. Ο Γιωργής άξιο παλικάρι ήταν, δουλευταράς, έντιμος, καλός και συμπονετικός. Ποτέ κανείς δεν του γύρισε κουβέντα. Την αγαπούσε από παιδί. Τρεις φορές έστειλε προξενιό να τη ζητήξει και τρεις φορές ο πατέρας το γύρισε  πίσω. Δεν τον ήθελε για γαμπρό. Τον είχε για παρακατιανό.

Γεννήθηκε  σ’ ένα  καπνοχώρι της Μακεδονίας. Ο πατέρας  τής  είχε αδυναμία κι ας μην ήταν αγόρι. Ήταν φτυστή η μάνα του έλεγε, η κυρά Μαριγώ. Της έδωσε το όνομά της και τη φώναζε Μαριώ. Τη μάνα δεν τη θυμάται ούτε τρυφερή ούτε στοργική. Σκληρή κι απόμακρη τούς αγαπούσε με τον τρόπο της. Είχε να φέρει βόλτα το σπίτι, τα χωράφια, τα ζωντανά, να ταΐσει τόσα στόματα. Σαν γατάκι γουργούριζε  και τριβόταν στην αγκαλιά του πατέρα κι ας έλεγε η μάνα πόσο άπρεπο ήταν για μία καθωσπρέπει θυγατέρα.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

Λέσβος, 23 Φεβρουαρίου 1867: Η ημέρα που σταμάτησε ο χρόνος Του Γιάννη Λακούτση

 Λέσβος, 23 Φεβρουαρίου 1867: Η ημέρα που σταμάτησε ο χρόνος


Του Γιάννη Λακούτση


Μόνο οι ειδικοί
 επιστήμονες γνώριζαν για το ρήγμα της Αγίας Παρασκευής που διασχίζει τη Λέσβο από τα βόρεια, ανάμεσα σε Μόλυβο και Σκάλα Συκαμνιάς μέχρι τον κόλπο της Καλλονής. Ένα ρήγμα που σημάδεψε το νησίΣυνηθισμένηείναι η Λέσβος στους σεισμούς, αλλά ο σεισμός του 1867 ήταν ο ποιο καταστροφικός όλων. Ήταν 23 Φεβρουαρίου 1867. Ξαφνικά στις 6 ώρα το απόγευμα ένας φοβερός σεισμός τράνταξε ολόκληρο το νησί. Πριν καλά καλά συνέλθουν οι κάτοικοι από την τρομάρα τους, ένας δεύτερος πιο δυνατός και μεγαλύτερης διάρκειας ήρθε να συμπληρώσει τις καταστροφές του πρώτου. Ύστερα  ακολούθησε άλλος και άλλος, έτσι που επί  πολλές ημέρες σειόταν το νησί. Ο σεισμός έγινε αισθητός στα Δαρδανέλια, το Αϊβαλί, Αϊδίνιο, Μαγνησία και προκάλεσε ζημιές και σε πόλεις της Μικράς Ασίας. Οι μετασεισμικές δονήσεις συνεχίστηκαν έως τον Μάρτιο του επόμενου χρόνου 1868. Λεπτομερής και ανατριχιαστική περιγραφή των γεγονότων αναφέρεται από τον Τύπο της εποχής, αλλά και από ανθρώπους που έζησαν αυτές τις φοβερές ώρες. « Η καταστροφή ήρχισε την 23 Φεβρουαρίου, ώρα 6μ.μ. Ουδεμία υπόγειος βοή, ουδέ κρότος προηγήθη αυτής. Μόνον ο αήρ ήτο βαρύς. Περί την δύσιν  του ηλίου εκλόνησε την γην σφοδρός σεισμός. Όσοι ευρέθησαν εις τας οδούς ερρίφθησαν βιαίως κατά γης, αι οροφαί και τα δώματα των οικιών διερράγησαν, και μετ’ ολίγον κατέπιπτον και αυταί αι οικίαι.Ολίγοι άνθρωποι  έλαβον καιρόν να σωθώσιν οι δε διασωθέντες παρευρέθησαντότε εις θέαμα του οποίου η φρικαλέα αίσθησις ουδέποτε θέλει εξαλειφθή εκ της μνήμης αυτών. Επί ώρας είδον την γηνσειομένην μετά τιναγμών επαγόντων σκοτοδινίασιν, έπειτα κρότους φοβερούς,

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Ἐξοχικὴ Λαμπρή

Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος

Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον* καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.
Ὅλα αὐτά, διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δυὸ ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθεῖ· ὁ δὲ παπᾶ-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾿ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντίκρυ ἐκτεινομένας ἀκτὰς

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Χιών άπλετος εκάλυψεν τας Αθήνας. Του Γιάννη Λακούτση

 


Χιών άπλετος εκάλυψεν τας Αθήνας.

 

Καθώς το κύμα κακοκαιρίας βρίσκεται σε εξέλιξη, συνεχίζεται η χιονόπτωση στην Αττική και το κέντρο της Αθήνας λευκοντύνεται. Ο μεγαλύτερος χιονιάς, με τη χαμηλότερη θερμοκρασία, όλων των εποχών, ενέσκηψε το χειμώνα του 1934, όταν στο κέντρο της Αθήνας το θερμόμετρο έδειξε -7,9 βαθμούς και έκαναν την εμφάνισή τους χιονοδρόμοι« Η θερμοκρασία στην πρωτεύουσα, τουλάχιστον, εσημείωσε ρεκόρ ανώτερο κάθε προηγούμενου. Εις το Ζάπειονεπι παραδείγματι, εσημειώθη τα χαράγματα θερμοκρασία 7,9 υπό το μηδέν, καταριφθέντος κατά ένα βαθμόν του προηγούμενου ρεκόρ που εσημειώθη το 1880. Πιο μεγάλη γραφικότητα προσέδωσαν οι χιονοδρόμοι. Στους κατηφορικούς δρόμους της Ακροπόλεως, στο Ζάππειο και στο Στάδιο, που ενεφανίσθησαν  έδιναν μίαν πρωτοφανή όψιν, ντυμένοι με μονοκόμματες φόρμες με κούκους, με γάντια ψηλά ως τους αγκώνες και τα σκι στα πόδια.» (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 16,17 Φεβρ. 1934).





Και το απαραίτητο στιχούργημααπό την εφημ. ΔΙΟΓΕΝΗΣ του 1874. 

Εις την ερωμένην μου εν καιρώ χιόνος.

Βλέπεις, οι δρόμοι άσπρισαν απ’ τα πολλά τα χιόνια  

και όλοι τρελλαθήκανε εφέτος απ’ το κρύο

και συ εις τα μεγάλα σου εκλείστηκες σαλόνια

και δε σε είδα τρείς αυγαίς να πας εις το σχολείο

Εσέ κρεββάτια μαλακά και παχουλά κοιμάσαι

και το κορμί σου το λυγνό στην παγωνιά δεν κρυώνει, 

μα άραγε στον ύπνο σου και ‘ μένανε θυμάσαι,

που κακαρώνω, μάτια μου, και λυώνω σαν το χιόνι;

Τρείς πρωιναίς στερήθηκα τα μαγικά σου μάτια

κατάλαβες, ντουντούκα μου; τρείς πρωιναίς δεν σ’είδα

τρείς πρωιναίς δεν μου ‘καμες τα τόσα σου γινάτια

και τώρα εις το σπίτι σου γυρνώ σαν νυκτερίδα.

Πάρα πολύ κουράστηκα…έβγα περδίκι έξω

και ρίξε μου και συ χιονιαίς, παίξε και συ μαζί μου

κι εγώ ξεφτέρι θα γενώ, στα χιόνια θε να τρέξω,

Αχ, έβγα, έβγα πια σκληρή κι εβράχνιασ’ η φωνή μου.

Ναι! Κτύπα με με τις χιονιαίς…το σώμα μου δεν κρυώνει.

Έχω φωτιά ερωτική μεγάλη μες τα στήθια

κι όποιος στα στήθη έχει φωτιά ποτέ του δεν παγώνει.

Αυτό δεν είναι ψέματα, είναι σωστή αλήθεια.

Ξέρεις τα χιόνια τι δηλούν, μελαχρινή θεά μου;

σημαίνουν πως ογρήγορα εγώ θα γίνω γέρος,

εσύ θα κάμης γρήγορα ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου.

Αχ! έβγα και με ζούρλανε ο εδικός σου έρως. 



Γιάννης Λακούτσης                                                                              

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

απουσία

                        ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ – Συνομιλία απουσίας

Τη λέξη απουσία την άκουσα, για πρώτη φορά, στο σχολείο. Ο δάσκαλος έπαιρνε απουσίες, ο απουσιολόγος έπαιρνε απουσίες… Γιατί τις παίρνανε, που τις πηγαίνανε και τι τις κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα. Και επειδή, μικρός, ήμουν πολύ φιλάσθενος, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, κάτι μου έλειπε. 

Το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου. Κάθε φορά που αρρώσταινα, μου 'λεγε η μάνα μου:
"Έλα, να σου βάλω το θερμόμετρο, να σου πάρω το πυρετό". 
Και μου 'βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δεν μου τον έπαιρνε, γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και μ’ έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κά­ποιον άλλονε να βρει για να παιδέψει. 

Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. 
Δεν είχα ακόμη μάθει τη μεταφορική χρήση τους· δεν ήμουν ακόμη ποιητής.
Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. 
Θέλω να πω, άρχισα να γίνομαι ποιητής, όταν, με τη βοήθεια του νονού μου, έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί. 

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Ευτυχία.. Άπιαστη σου λέω..

Αντεύχομαι
Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα αυτής της μεγαλοκυρίας που λέγεται ευτυχία. Μου έχει σπάσει τα νεύρα με όσα ισχυρίζεται απολογούμενη που με έστησε.
Ότι τάχα ήρθε, αλλά εγώ είχα το νου μου σε τούτο και σε κείνο, ενώ εκείνη με περίμενε σε τούτο και σε κείνο, κι όπως μου τα προσδιόρισε, με περίμενε σε πράγματα αδύνατα να συμβούν, εκεί ακριβώς δηλαδή που είχα το νου μου.
Κι αυτός ήτανε, λέει, ο λόγος που την προσπέρασα. Άλλοτε πάλι, επιμένει πως ήρθε, στάθηκε λέει έξω από κάτι ιστορίες, στις οποίες εγώ είχα ήδη μπει μέσα, είχε τη διάθεση να πηδήξει από το παράθυρο και να μπει, αλλά ήταν τόσο υπερυψωμένη η δυσπιστία μου που δεν το τόλμησε. Άλλη δικαιολογία, τραβηγμένη από τα μαλλιά, πως εγώ χτύπησα πολύ σιγά την πόρτα της και δε με άκουσε ή ότι χτύπησα πολύ δυνατά την πόρτα της, φοβήθηκε και δεν μου άνοιξε, και τι ψεύτρα, Θεέ μου, ότι χτύπησα λάθος τη διπλανή της πόρτα και βλέποντάς με να καθυστερώ, συνεπέρανε ότι το λάθος μου βγήκε σε καλό και δεν ήθελε να το διακόψει.
Μου έχει απαριθμήσει μία μία τις στιγμές με το όνομά τους, που την περιείχαν, λέει, αλλά εγώ θυμάμαι μόνο τι φόβο είχα μην τις χάσω.
Βλέπεις; μου λέει η κουτοπόνηρη, αν δεν ήμουνα εγώ εκεί μέσα, σ' αυτές τις στιγμές, γιατί θα φοβόσουν μην τις χάσεις, τι σ' ένοιαζε; Άρα ήρθα. Αμέτρητες οι φορές που είπαμε να συναντηθούμε σε κάποιο φωτεινό μέρος, είτε στις κάποιες έξι των απογευμάτων είτε στις κάποιες οκτώ των δειλινών που έχουνε πιο φρόνιμο φως, κι εγώ να περιμένω, να την περιμένω με τις ώρες και πού να φανεί.
Και με τι θράσος να εμφανίζεται μετά στα όνειρά μου, να μου ζητάει συγνώμη που δεν ήρθε, γιατί είχε χάσει κάποιον δικό της κι ήτανε στις μαύρες της, ή και μου επιτίθεται πως ενώ ήρθε, ενώ περίμενε εκεί μέσα με στις ώρες της αναμονής μου, εγώ δεν την αναγνώρισα και δεν φταίει αυτή.
Είδα κι έπαθα να μην έχω την ανάγκη της. Και τώρα που παλεύοντας τα κατάφερα, έρχεται και μου δίνει συγχαρητήρια, πως αυτό ακριβώς, ότι δεν έχω την ανάγκη της, αυτό είναι ευτυχία. Άπιαστη σου λέω.
Κική Δημουλά "Εκτός σχεδίου"

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ

ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ
 Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης



     Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, δια να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνές της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα άγριας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου…


     Από τα φύλλα της εστάλαζε κι έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κι έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον.

     Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  (1851 - 1911)


Πατέρα στὸ σπίτι! (1895) 
― Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μὲς στὸ γυαλί, εἶπε ἡ μάννα μου, γιατὶ δὲν ἔχουμε πατέρα στὸ σπίτι.
― Χωρὶς πεντάρα;
― Ναί.
― Καὶ τί ἔγινε ὁ πατέρας σου;
― Νά, πάει νὰ βρῇ ἄλλη γυναῖκα.
Ἦτο πενταετὲς παιδίον, ζωηρόν, μὲ λαμπροὺς μεγάλους ὀφθαλμούς, ρακένδυτον. Καὶ μὲ παιδικὴν χάριν, μὲ σπαρακτικὸν ἐν τῇ ἀθῳότητι μειδίαμα, ἐπρόφερεν ἑκάστοτε τὴν φράσιν ταύτην, τῆς ὁποίας ὅλον τὸ βάθος δὲν ἦτο ἱκανὸν νὰ κατανοήσῃ, τόσον ὥστε οἱ ἄνθρωποι οἱ μὴ ἔχοντες νὰ κάμουν τίποτε, καθὼς ἐγώ, πολλάκις τὸ ἐκάλουν, καὶ ἀπέτεινον αὐτῷ τὴν ἄνω ἐρώτησιν τοῦ μικροῦ παντοπώλου τῆς γειτονιᾶς, μόνον καὶ μόνον διὰ ν᾽ ἀκούσωσιν ἀπὸ τὸ στόμα του τὴν ἀπόκρισιν.
― Νά, πάει νὰ βρῇ ἄλλη γυναῖκα.
Δὲν ἦτο ἡ πρώτη φορὰ ὁποὺ τὸ ἔβλεπα. Κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος, διότι εἶχα κατορθώσει μετὰ πέντε ἐκλιπαρήσεις, καὶ μετὰ τέσσαρας ἀποπομπάς, νὰ λάβω δεκαπέντε δραχμάς, ἀπέναντι ὀγδοήκοντα ὀφειλομένων μοι δι᾽ ἀμοιβὴν φιλολογικῆς ἐργασίας πέντε ἑβδομάδων. Κατὰ τὰς τοιαύτας δὲ ἡμέρας, ἰσαρίθμους μὲ τὰς σελήνας τοῦ ἐνιαυτοῦ, μοὶ συμβαίνει, χωρὶς νὰ φροντίσω νὰ πληρώσω μέρος τῶν χρεῶν μου, νὰ ἐξοδεύω μονοημερὶς τὰ δύο τρίτα τοῦ οὕτω πως ἐκβιασθέντος ποσοῦ, φυλάττων φρονίμως τὸ τρίτον διὰ τὰς ἑπομένας τρεῖς ἑβδομάδας.
Ἔκραξα τὸ παιδίον καὶ τοῦ ἔδωκα μίαν πεντάραν. Ἐκεῖνο τὴν ἔλαβεν, ἔβγαλεν ἔξω ἀπὸ τὰ χείλη τὴν γλῶσσαν, μὲ μειδίαμα εὐδαιμονίας, καὶ ἀτενίζον με εἶπε:

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Γιώργος Χειμωνάς " Αγάπη σαν ακολασία " Επιλογή αποσπασμάτων-εισαγωγή: Αργύρης Παλούκας


Θα είναι διαθέσιμο αρχές Οκτωβρίου 2016

Φωτογραφία του χρήστη Αγάπη σαν ακολασία.Ο Γιώργος Χειμωνάς γεννήθηκε στην Καβάλα το 1936. Υπήρξε έλληνας πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μεταξύ των ετών 1964-1967 έζησε στο Παρίσι, όπου μετεκπαιδεύτηκε στη νευρολογία, την ψυχιατρική και τη νευροψυχολογία. Το 1967, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άρχισε να εργάζεται στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο και το 1969 στην έδρα νευρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου οργάνωσε και διεύθυνε το νευροψυχολογικό

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

κείνο και βλέπεις, κείνο που πιο πολύ κοιτάς!

Κ. Ντ. Φρίντριχ, 1808-1810. Σαρλότενμπεργκ στο Βερολίνο.

 Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα

(απόσπασμα)

Γιάννης Ρίτσος

[...]

ΚΥΡ-ΣΤΑΘΗΣ: Ο ουρανός στέκει ψηλά και δεν τον φτάνεις. Κάλλιο, λοιπόν, να ξεχάσεις πω έχει ουρανό.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Κι αν τον ξεχάσεις, αυτό δε σε ξεχνάει. Απλώνει τα γαλάζια χέρια του και σ' αγκαλιάζει. Κι όταν κλείνεις τα βλέφαρα, βάζει τα δυό του δάχτυλα αλαφρά και σου τ' ανοίγει. Κι άμα νυχτώνει πάλι, βγαίνουν τ' άστρα και σου πετροβολάν τον ύπνο σου με χρυσά λουλούδια. Και τότες από μέσα σου ξυπνάν χιλιάδες άστρα, που παίζουν και φωτάνε και στριφογυρνάνε και δεν μπορείς να κοιμηθείς και να πεθάνεις.
ΚΥΡ-ΣΤΑΘΗΣ: Κι έτσι πεθαίνεις κάθε μέρα.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Και κάθε μέρα ζεις.
ΚΥΡ-ΣΤΑΘΗΣ: Για να πεθαίνεις.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Για να ζεις.
ΚΥΡ-ΣΤΑΘΗΣ: Το ίδιο είναι. Κείνο που πιο πολύ κοιτάς, κείνο και βλέπεις.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Κείνο που υπάρχει βλέπεις. Κείνο που δεν υπάρχει, δε μπορείς να τόιδεις. Υπάρχει ζωή και τήνε βλέπω. Την ακούω.
ΚΥΡ-ΣΤΑΘΗΣ: Υπάρχει θάνατος που δεν τον βλέπεις. Μα κείνος σε βλέπει. Αμα μπορέσεις να το διείς και 'σύ τότες σου δίνει το χέρι και σου χαμογελάει. Δεν έχεις πια φόβο μήτε ελπίδα. Τότες κοιτάζει ούλη τη ζωή και χαμογελάς.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

«Τα χέρια είναι η προέκταση της ψυχής»

χέρια, της Μαρίας Γιαννακάκη
 
Αργύρης Χιόνης, «Χέρια»
  
“Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα”

(από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983) 

Χέρια στην ποδιά, Βαν Γκογκ 

Μιχάλης Γκανάς, «Τα χέρια»
 
“Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.