Γενάρης του 1851. Ο Γουσταύος Φλωμπέρ ταξιδεύει ανά την Ελλάδα, καταγράφοντας τις εντυπώσεις ενός πειθαρχημένου ταξιδιώτη της εποχής. Τον βρίσκω τη στιγμή που αφήνει πίσω του την Αργολίδα και πατάει το πόδι του στη γη της Αρκαδίας.
«Τρίτη 28. Κατεβαίνουμε στην πεδιάδα. Πέντε λεπτά αφού ξεκινήσαμε, βλέπουμε στην πλαγιά του βουνού να απλώνεται κλιμακωτά δεξιά μας ο Αχλαδόκαμπος. Για μισή ώρα η πεδιάδα κυκλωμένη βουνά απ’ όλες τις μεριές. Ο δρόμος στρίβει αριστερά και μπαίνουμε σ’ ενα στενό φαράγγι ανάμεσα σε δύο βουνά, σαν ένα τεράστιο ελικοειδές χαντάκι. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας, χωρικοί σκεπασμένοι με άσπρες κάπες, με άλογα φορτωμένα θάμνους από βαλανιδιές νάνους κατηφορίζουν. Μπαίνουμε στα σύννεφα, δεν βλέπουμε τίποτα εκτός από την υγρή ομίχλη που μας κυκλώνει, κάνει κρύο. Περνάει διπλα μας ένα κοπάδι από καμιά δωδεκαριά γυναίκες, ντυμένες με κουρέλια.
Μοναδικός τους σύντροφος και προστάτης ένα δεκάχρονο παιδί. Η ασχήμια και η βρωμιά τους τις προστατεύει περισσότερο από ένα σύνταγμα δραγόνων – Ιχνη αρχαίου δρόμου – Πάνω στο βουνό αριστερά, ένα σπίτι, χάνι εγκαταλειμμένο, όπου ένα από τα άλογά μας με τις αποσκευές μας θέλει να μπει…
Κατηφορίζουμε για είκοσι λεπτά και μονομιάς βρισκόμαστε σε μια μεγάλη πεδιάδα λασπουριασμένη, όπου τα άλογα βουλιάζουν ώς τους ταρσούς. Οι άνδρες προχωρούν ξυπόλητοι για να μη χάσουν τα παπούτσια τους. Αριστερά μας υπάρχουν αμπελοχώραφα. Σταματάμε για λίγο στα Αγιωργίτικα. Γευματίζουμε στα Αχούρια σ’ ένα είδος μπακάλικου όπου παγώνουμε, απέναντι από έναν πεταλωτή που σφυρηλατεί. Πλαγιές πιο πλατιές, έδαφος σταχτί και άγονο, μικροί λόφοι, σύνολο φτωχό. Βλέπουμε στο βάθος κάτι σαν λίμνη, είναι ένα ποτάμι που πρέπει να περάσουμε, πίσω του ψηλά βουνά σκεπασμένα από χιόνια. Κάθοδος…».
Να την πω την αμαρτία μου. Νιώθω συγκίνηση φυλλομετρώντας το βιβλίο του Φλωμπέρ. Θυμάμαι μικρή τα καλοκαίρια ακολουθούσα τον πατέρα μου –τέκνο φτωχό της Τεγέας, Αρκάς με τα όλα του– σ’ εκείνες τις επιστροφές στις ρίζες που τόσο αγαπούσε. Κι ήταν ο Αχλαδόκαμπος με τις στροφές το μεγάλο στοίχημα για το φορτωμένο με… πραμάτεια αυτοκίνητο που δεν έκανε τίποτ’ αλλο από το να αγκομαχά ανηφορίζοντας, ως τη στιγμή που ο δρόμος γινόταν φιλικότερος, καθώς πλησιάζαμε προς την Τρίπολη κι ύστερα παίρναμε τη δημοσιά για την Κερασίτσα και το Καμάρι. Η κάθοδος, όπως λέει ο Φλωμπέρ.