Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Η ιστορία των Τσιγγάνων Του Γιάννη Λακούτση


 Η ιστορία των Τσιγγάνων

Του Γιάννη Λακούτση 


https://www.youtube.com/watch?v=hYb5ujTzcrk


Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί σχετικά με την καταγωγή των τσιγγάνων. Μία από αυτές υποστηρίζει την Αιγυπτιακή καταγωγή τους. Ότι δηλαδή το «Γύφτος» βγαίνει από το «Αιγύπτιος». Η άλλη θεωρία υποστηρίζει την Παλαιστινιακή καταγωγή τους. Ότι οι τσιγγάνοι είναιαπόγονοι του Κάιν εξ ου και Καϊνίτες. Τον 18ο αιώνα αναπτύχθηκε η θεωρία της Ινδικής καταγωγής, μετά από μελέτες των διαλέκτων , που χρησιμοποιούν οι Τσιγγάνοι. Ο κύριος λόγος που θεωρείται ως χώρα καταγωγής τους η Ινδία, είναι η σχέση της  romani (τσιγγάνικης γλώσσας) με τις Ινδικές διαλέκτους και τα Σανσκριτικά. Υποστηρίζεται ότι ξεκίνησαν από τις Β.Δ. Ινδίες, το σημερινό Παντζάμπ, αρχές του 9ου αιώνα. Στην Περσία αναφέρεται η παρουσία τους τον 10ο αιώνα. Η πορεία τους εξακολούθησε προς την Δύση και το 1050 αναφέρεται η παρουσία «Ατζιγγάνων» στο ΒυζάντιοΗ πρώτη μνεία για παρουσία τσιγγάνων στα Βυζαντινά εδάφη υπάρχει σ’ ένα γεωργιανό αγιολογικό κείμενο: « Η ζωή του Αγίου Γεωργίου του Αθωνίτη 1009-1065»,το οποίο γράφτηκε το 1068 στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Σ’ αυτό αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μονομάχος χρησιμοποίησε το 1050 τους «Adsincani»,” e stirpe Simonis magiquiAdsincani vocitanbaturdivination acmaleficis famosi», δηλ.

« απογόνους του Σίμωνα του Μάγου, γνωστούς μάγους και κακόβουλους ανθρώπους». (Ο Σίμων ο Μάγος έζησε τον 1ο αιώνα μ.χ. ηγήθηκε μιας γνωστικίζουσας ομάδας, και η προσπάθειά του ήταν να εξαγοράσει με χρήματα την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι δημιουργήθηκε ο όρος «σιμωνία»).

Το 1417 οι τσιγγάνοι, άρχισαν να εγκαθίστανται Ευρώπη.

Η πρώτη μελέτη για τους τσιγγάνους στην ελληνική γλώσσα, δημοσιεύεται στην Αθήνα το 1857 στο περιοδικό ΠΑΝΔΩΡΑ. Συγγραφέας του είναι ο γιατρός –επόπτης υγιεινής στην Κωνσταντινούπολη, Αλέξανδρος Πασπάτης. Εκτός από τις γενικές πληροφορίες διασώζει ένα γλωσσάριο των γύφτικων της Α. Θράκης: « Οι Ατσίγγανοι, τρείς χιλιάδες  περίπου τον αριθμόν, εφάνησαν κατά πρώτον εις την Ευρώπην περί το 1417 Σωτ. Έτος, επί της βασιλείας του Σιγισμόνδου, αυτοκράτορος Ρωμαίων και βασιλέως ΟυγγαρίαςΚατώκησαν δε κατ’ αρχάς την Μολδαυίαν, και εκείθεν διεσπάρησαν εις ΒλαχίανΤρανσυλβανίαν  και  Ουγγαρίαν. Πολυάριθμοι είναι οι Ατσίγγανοι εις την Τουρκίαν, όπου ζώντες πανταχού ανενόχλητοι διάγουσιν βίον όμοιον των ομοφύλων των ως την άλλην Ευρώπηνσυμμορφούμεναι με το τρόπον ζωής των εγχωρίων. Ως την δυτικήν Ευρώπην, ούτω και ενταύθα τινές μεν κατοικούσιν εις μονίμους κατοικίας, τινές επιδίδονται εις τον συνήθη αυτοίς πλάνητα βίον, διατρίβοντες υπό σκηνάς λεπτάς  και ρυπαράςπλέκοντες καλάθους και σιδηρουργούντες υπό τας σκηνάς έργα ατελέστατα.Τα τέκνα των, γυμνά και τρέμοντα, ακολουθούσι πολιορκούντατους διαβαίνοντας χάρις ελέους. Μία ώρανμακράν κείται η κωμόπολις Αϊτραικατοικουμένη από είκοσι περίπου οικογενείας Ατσιγγάνων του Ανατολικού δόγματος, τακτικώς εκκλησιαζομένας εις τον ναόν του χωρίου. Η συνοικία του Σουλέ κουλέ, όπου φαίνονται καθαρά τα έθιμα των ανθρώπων τούτων, είναι ρυπαρωτάτηΠτώματα ζώων κείνται πολλάκις προ των θυρών, και ποτεδιερχόμενος την συνοικίαν ταύτην είδονδύω μοιράκια γυμνά, παίζοντα και πηδώντα επί της γαστέρος ίππου νεκρού, τον οποίον τα σήποντα αέρια είχονυπερμέτρως φουσκώσει…». Η επιφυλακτικότητα, η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίστηκαν αρχικά οι τσιγγάνοι, έδωσαν τη θέση τους σε επιθετικότητα και διωκτική μανία. Ποινές όπως η εξορία, η φυλάκιση, η θανατική καταδίκη, η μεταφορά τους στις γαλέρες, ως κωπηλάτες, ήταν συνηθισμένες. Οι Αρχές σε ορισμένες χώρες, όπως η Ισπανία και η Γαλλία, προέτρεπαν τους πολίτες να συμμετέχουν στη δίωξη των τσιγγάνων με τη χρήση όπλων. Η μεγάλη γενοκτονία των τσιγγάνων έγινε κατά τον Β’ Π. Πόλεμο. Η επικρατέστερη εκδοχή, για τον αριθμό των θυμάτων, είναι ότι περίπου 500.000 τσιγγάνοι βρήκαν τραγικό θάνατο από τους ναζί.

Τα τελευταία χρόνια, έχει επικρατήσει ως επίσημος όρος για τους τσιγγάνους, η λέξη Ρομά. Η λέξη υπάρχει στα Αγγλικά ως Rom, από το 1841 και προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη «dombah», άνδρας ταπεινής κάστας, που ζει παίζοντας μουσική. Πολύ παλαιότερη από το 1537, είναι η λέξη gypsy (γύφτος).

 

 

 

 

 

 

 

Οι Τσιγγάνοι στην ξένη λογοτεχνία

 

Τους Γύφτους-Τσιγγάνους ύμνησε η  ελληνική και ξένη λογοτεχνία, όπου συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς εμπνεύστηκαν από τη ζωή τους και μας έδωσαν σημαντικά κλασικά έργα, πεζά και ποιητικά. Από τους ξένους συγγραφείς αξίζει να μνημονεύσουμε τον Β. Ουγκώ με την «Παναγία των Παρισίων», τον Ζαν Ρισπέν με τη «Μιάρκα η κόρη της Αρκούδας», και το ποίημα «Τα τραγούδια των τσιγγάνων», τον Πούσκιν με τους«Τσιγγάνους», τον Μπωντλαίρ με το «Οι γύφτοι ταξιδεύουν», τον ΓκυγιώμΑπολλιναίρ με τις «Καμπάνες», τον Τζον Κιτς με την «Μεγκ Μέρριλις», τον Λογκφέλλοου με τον «Γύφτο του χωριού», τον Αουσλέντερμε τη «Γριά τσιγγάνα», τον Λόρκα με το ποίημα «Του Ανέμου και της Παινεμένης», το οποίο μετέφρασε ο Οδυσσέας Ελύτης και τραγούδησε η Μαρία Φαραντούρη.

 

 

Τσιγγάνοι

Αλεξαντρ Πούσκιν)

 

Τσιγγάνων πλήθος βουερό

τη Βεσσαράβια διαβαίνει.

Για σήμερα σε ποταμό

τα φτωχοτσάντηρά του στένει.

Κεφάτοι σαν τη λευτεριά

μ’ ήρεμον ύπνο κάτω απ’ τ’ άστρα

και στων τροχών τη σωμεριά

ειν’ τα κιλίμια τους κρεμάστρα.

Καίει η πυρά. Γύρω η γενιά

φτιάχνει το δείπνο. Μες την άπλα

τ’ άλογα βόσκουν. Γειτονιά

αρκούδι λεύτερο στην ξάπλα.

---------------------------------------

Ο κόσμος με βοή ξυπνά,

ξεστήθηκαν πια τα τσαντίρια,

τα κάρα ζεύτηκαν ξανά

ξεκίνησαν μαζί και, να,

γεμίζει ο κάμπος απ’ τα ασκέρια.

Τα γαϊδουράκια σε πανέρια

παιδιά κεφάτα κουβαλούν,

γυναίκες, άντρες, γιοί κι αδέρφια

γέροι και νιές ακολουθούν,

φωνές, βουητό, τσιγγάνων ντέφια,

αρκούδες μ’ αλυσοδεσιά,

κραυγή σκλαβιάς τα μουγκρητά τους,

κουρέλια, ρούχα πλουμιστά

παιδιών και γέρων ξεντυσιά,

σκυλιά με τ’ αλυχτήματά τους.

Φλογέρες, τρίξιμο οι τροχοί,

όλα άξεστα, φτωχά, μπλεγμένα

μ’ από ζωντάνια φλογισμένα,

ξένα για μας που μια ζωή

ζούμε ψυχρή, βαριεστημένη,

σαν σκλαβοτράγουδο θλιμμένη

 

 

 

Τα τραγούδια των τσιγγάνων

(Αφιέρωση του νεογέννητου στον Ήλιο)

( Ζαν Ρισπέν)

 

Ήλιε πυρρέ μου, Ήλιε χρυσέ μου, Ήλιε αιματένιε!

Ήλιε που λάμπεις και φλογίζεις. Διαμαντένιε!

που τη ζωή σπέρνεις και τρέφεις εδώ κάτου

Το ζωντανό μου αυτό χρυσάφι: χάρισμά σου!

Το διαμαντένιο αυτό κορμί πάρε αγκαλιά σου.

Σου τάζω το αίμα του: Σταλιά δικού μου αιμάτου.

Ήλιε μου: ας πάρει απ’ το χρυσάφι σου η θωριά του.

Ήλιε μου: ας πάρει απ’ τα διαμάντια σου η ματιά του.

Ήλιε μου: το αίμα σου ας χυθεί μες την καρδιά του.

Ήλιε χρυσέ μου, ήλιε λαμπρέ μου, ήλιε αιματένιε.

(Μετάφραση: Πετιμεζάς-Λαύρας)

 

 

Οι γύφτοι ταξιδεύουν

(Σαρλ Μπωντλαιρ)

 

Το τσούρμο το προφητικό με το φλογάτο μάτι

πήρε το δρόμο πάλι χτες με τα μωρά στην πλάτη,

προσφέροντας στην πείνα τους πάντα με προθυμία

των κρεμασμένων των μαστών τη θεϊκιάαρμονία.

 

Οι άντρες πάνε όλοι πεζοί μες στις αρματωσιές τους

στα κάρα πλάι που στριμωχτές κάθονται οι φαμελιές τους,

τον ουρανό κοιτάζοντας με μάτια χαυνωμένα

κι απ’ την πικρή των χιμαιρών την απουσία θλιμμένα.

 

Ο γρύλος μέσ’ απ’ την κρυφή αμμουδερή φωλιά του,

καθώς τους βλέπει να περνούν, ψηλώνει τη λαλιά του

Η μάνα Γης γι αγάπη τους το πράσινο πλουτίζει.

 

 

 

Οι καμπάνες

(Γκιγιώμ Απολλιναίρ)

 

Γλυκέ μου, ομορφονιέ Τσιγγάνε,

άκου οι καμπάνες πώς χτυπάνε

κάθε φορά τρελά αγαπιόμαστε

νομίζοντας πως δε φαινόμαστε.

 

Μα δεν κρυφτήκαμε καλά

μας είδαν όλες οι καμπάνες

απ’ τα καμπαναριά ψηλά

και στο ντουνιά το διαλαλάνε.

 

Αύριο ο Γιάννης κι ο Θωμάς

η Μάρω η Μάρθα κι η Μαρίνα

η φουρναρίνα κι ο ψωμάς

κι η εξαδέρφη μου η Κατίνα

 

Θα γελούν όταν θα περνώ

πια δεν θα ξέρω τι να κάνω

μακριά μου θα ‘σαι. Θα πονώ

κι ίσως ακόμα να πεθάνω.

(Μετάφραση:Μήτσος Παπανικολάου)

 

 

 

 

 

 

 

Μεγκ  Μέρριλις

(Τζον Κιτς)

 

Η γριούλα Μεγκ ήταν τσιγγάνα,

ζούσε στους βάλτους ζωή φτωχή,

είχε για στρώμα της δεμάτια ρείκια,

και για καλύβι της όλη τη γη.

 

Ξινά βατόμουρα, μήλα της ήταν

το σπαρτοκάρπι, μαύρη σταφίδα

του άγριου ρόδου η δροσιά, κρασί της

και κάθε μνήμα, βιβλίου σελίδα.

 

Πεύκα ολομύριστα, γκρεμοί και λόφοι

ήταν αδέλφια της, η φαμελιά της

μ’ αυτά μιλούσεν όλη τη μέρα

και τ’ αγαπούσε με την καρδιά της.

 

Μέρες πολλές νηστικές περνούσε

κι όταν το βραδινό της δεν είχε πάρει

τα μάτια στύλωνε στον ουρανό,

για να χορτάσει με το φεγγάρι.

 

 

Μα σα λιοφώτιζεν, η Μεγκ στεφάνι

απ’ αγιοκλήματα πάντα φορούσε

δροσολουσμένα, και κάθε βράδυ

τις βέργες έπλεκε και τραγουδούσε.

 

Ψαθιά από βούρλα φτιάχναν με τέχνη

γέρικα δάχτυλα πούχαν ροζιάσει,

ψαθιά από βούρλα που τα πουλούσε

στα καλυβόσπιτα μέσα στα δάση.

 

 

Σαν μια βασίλισσα ήταν γενναία,

σαν αμαζόνα ήταν ψηλή,

κόκκινη κάπα χοντρή φορούσε

και στο κεφάλι χοντρό ψαθί.

Γέρικα κόκκαλα πάνε πια χρόνια

που στην αγκάλη της έκλεισε η γη.

 

 

Μπρονισλάβα Βάισς ( Παππούσα)

( Πολωνή- τσιγγάνα ποιήτρια)

 

Περνάνε οι τσιγγάνοι

με μεγάλο καραβάνι,

οι ρόδες γυρνάν και τρίζουν

τ’άλογά τους χλιμιντρίζουν

τα σκυλιά πεινάνε και γαβγίζουν

κάτω απ’ τα κάρα τους δεμένα.

 

Το μήνυμά τους χέεται στον άνεμο.

Οι άντρες λένε στις γυναίκες

τα τσαντήρια να μαζέψουνε,

γιατί από παντού μας διώχνουν.

 

Φωνάζουν από μακριά, μας διώχνουν, 

Θεέ μου σταμάτα τη βροχή,

κόψε την καταιγίδα,

το τσαντίρι μ’ είναι τρύπιο

και η σκεπή κατεστραμμένη.

 

Ο γύφτος του χωριού

(Χενρι Λονγκφέλλοου)

 

Κάτω από φουντωμένη καστανιά

στημένο είναι το γύφτικο του φτωχικού χωριού.

Του γύφτου ρόζιασαν τα χέρια απ’ τη δουλειά,

κι ως σιδερένια φαίνονται τα χέρια του λουριά,

τα μπράτσα του που τα ‘ψησεν  η φλόγα του ηλιού.

 

Έχει μακριά κι ολόσγουρα μαλλιά,

και στάζει τίμιος ιδρώτας απ’ το μέτωπό του.

Τον κόσμο όλο κατάματα κοιτά, τι δε χρωστά

πεντάρα σε κανένα και σκύβει στη δουλειά

ολημερίς το μπρούτζινο το πρόσωπό του.

Αρχίζει και δουλεύει απ’ την αυγή,

κι όταν ακόμα βράζει το λιοπύρι,

το φυσερό του ακούς και το σφυρί,

που ως ρυθμική καμπάνα, αργό, βαρύ

χτυπά ώσπου ο ήλιος πια να γείρει.

 

Γυρνώντας τα παιδιά από το σχολειό

στέκονται όξω απ’ την πόρτα και κοιτούνε.

Θαυμάζουν το καμίνι το πυρό

του φυσερού του ακούν το μουγκρητό

και πιάνουνε τις σπίθες που πετούνε.

 

Στην εκκλησιά τραβά την Κυριακή,

και κάθεται μαζί με τα παιδιά του.

Ακούει τον παπά και τις φωνές

της κόρης του που ψέλνει ευλαβική

μ’ άλλες  μαζί και χαίρετε η καρδιά του.

 

Σάμπως να ψέλνει απ’ το ουράνιο δώμα

η μάνα της, κι ακούγεται ως εδώ

Τη συλλογάται, την πονάει ακόμα

που κείτεται μονάχη της στο χώμα

και δάκρυ ένα του ξεφεύγει κρυφό.

 

Πάντα στο δρόμο της ζωής βαδίζει

με τη χαρά, τον πόνο, τη δουλειά.

Κάτι καινούργιο κάθε αυγήν αρχίζει

το βράδυ τελειωμένο τ’ αντικρίζει,

κι αποκοιμιέται ησυχασμένος πια.

 

Τέλος ο άξιος γύφτος ο τρανός,

τι μάθημα περίφημο μας δίνει!

Έτσι σφυροκοπιέται η μοίρα καθενός,

η πράξη έτσι δουλεύετε κι ο λογισμός,

στο φλογισμένο της ζωής καμίνι.

(Μετάφραση: Μυρτιώτισσα)

 

 

Η γριά τσιγγάνα

(Ροζε Αουσλέντερ)

 

Η γριά τσιγγάνα πέθανε

μου υποσχέθηκε τη ζωή

συρματοπλέγματα ταξίδια αγώνες με τις λέξεις.

Στα μαύρα μάτια της

ταξίδευαν

δύο ανήσυχοι ήλιοι

τα λόγια της με πήγαν 

στην Αμερική

και πάλι πίσω στην Ευρώπη.

Στο όνειρο

τη συνόδευσα

στο σκοτεινό ποτάμι

μετά ξεχύθηκα πίσω

στον πυρετό της ιστορίας μου.

(Μετάφραση Ντάντη Σιδέρη-Σπεκ)

 

 

 

Του Ανέμου και της Παινεμένης

(ΦεδΓκαρθία Λόρκα)

 

Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι

χορεύει κι έρχεται με χάρη,

έρχεται μες στις ερημιές

από το φως ασημωμένη

μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη.

 

Ως τη θωρεί πετιέται πάνου

ο Άνεμος ο ακοίμιστος,

Πουνέντες άντρας πονηρός

κοιτάει τη μικρή κοιτάει

κι ολόγλυκα της τραγουδάει:

 

Μικρούλα μου άσε να σηκώσω

το φουστανάκι σου να ειδώ

άσε με λίγο να σ’ αγγίξω

και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω

το ρόδο το γαλαζωπό.

 

Πετάει το ντέφι τρομαγμένη

και τρέχει τρέχει η Παινεμένη,

ξοπίσω της ακολουθεί

Άνεμος άντρας που κρατεί

μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή.

 

Άχου το κύμα πως στενάζει

ο κάμπος άκου πως χλομιάζει

παίζει των ίσκιων η φλογέρα

μέσα στο σκοτεινό αγέρα.

 

Τρέχα Παινεμένη τρέχα

κι όπου να ‘ναι θα προφτάσει

ο Άνεμος και θα σ’ αρπάξει,

να τος χιμάει από ψηλά

γλείφεται γλώσσες τις εννιά.

 

Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη

χώνεται μέσα αλαφιασμένη

Την αρωτάνε να τους πει

κι εκείνη λέει κι ανιστορεί.

 

Ενώ απ’ τη λύσσα το θερίο,

ο Άνεμος γυρνάει στο κρύο

παίρνει το σπίτι και το ζώνει

τα κεραμίδια του δαγκώνει.

 

Πηγές: «Τσιγγάνοι: από τις Ινδίες στη Μεσόγειο», Ντόναλντ Κένρικ«Τσιγγάνοι»ΑλεξΠούσκιν«Τσιγγάνικα λαϊκά τραγούδια και μπαλάντες», Τάκη Γιαννακόπουλου. «Τσιγγάνικο Τραγουδιστάρι»ΦεδΓκ. Λόρκα. «Μιάρκα η κόρη της Αρκούδας», Ζαν Ρισπέν. «Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία»Ρίτας Μπούμη- Ν. Παπά.Περιοδικό «Πανδωρα» τ. Η/1 Σεπτ. 1857.