Σ’ όλο το νησί είναι σκορπισμένα μικρά ξωκλήσια, σαν σιωπηλά κεριά αγάπης και ομορφιάς. Λιτά και απέριττα, στέκουν σαν βωμοί ιερότητας και μοναξιάς, ανοιχτά πάντα στις προσευχές και στα πιο μύχια προσκυνήματα. Εκεί βρίσκει κανείς τόπους αποκάλυψης, ευλάβειας και προσμονής∙ τόπους όπου το ανθρώπινο αγγίζει το θείο.
Προσφέρουν ανάπαυση και δροσερό ίσκιο στον κουρασμένο, καταφύγιο στις ξαφνικές μπόρες – όχι μόνο της φύσης αλλά και της ζωής. Γίνονται αποκούμπι των ελπίδων και των προσδοκιών για ένα θαύμα, έτσι όπως το αισθάνεται ο καθένας.
Τα συναντάς απρόσμενα: άλλοτε ψηλά στα βουνά, άλλοτε σκαρφαλωμένα σε βράχια που τα δέρνουν οι θαλασσινές αύρες, ή να ξεπροβάλλουν ξαφνικά σε μονοπάτια και ρεματιές. Κουβαλούν πάντα έναν θρύλο, μια ιστορία, μια παράδοση. Και στέκουν εκεί όπως τα έστησαν κάποτε οι κόποι των ανθρώπων, για να δείχνουν διέξοδο σε όσους παλεύουν με τα αδιέξοδά τους.
Κι όταν περνάς το κατώφλι τους, ανώνυμος προσκυνητής, είτε από τύχη είτε από ανάγκη, νιώθεις πως μπορείς να μιλήσεις κατευθείαν στον Θεό∙ τον Θεό που κρύβεται στις λεπτομέρειες. Για όσους Τον αναζητούν, τα ξωκλήσια αυτά γίνονται σίγουρος προορισμός.
Κι έτσι, κάθε φορά που τα συναντώ, νιώθω πως δεν είναι μόνο εκκλησάκια∙ είναι μικρές αγκαλιές του τόπου μας, που κρατούν ζωντανή τη μνήμη, την πίστη και την ελπίδα.