
Και
μετά θα με ρωτήσεις τι θέλω να μαγειρέψεις γιατί ακόμα και τα πνεύματα
αντιλογίας έχουν δικαίωμα σ' ένα καλό γεύμα. Το μόνο που υποτιμάς στο
μονόλογο είναι η μαγειρική σου δεινότητα. Όλα τα υπόλοιπα τα
υπερασπίζεσαι με πάθος ιεραποστόλου. Και ποια είμαι εγώ που θα σ'
αμφισβητήσω, που δεν ξέρω από πού βγαίνει ο ήλιος, που ίδια η
επαναστάτρια η μάνα μου είμαι, που ευτυχώς που πήρα τη ρητορική
δεινότητα του πατέρα μου, αλλά σιγά μη μου βγει σε καλό με τα μυαλά που
κουβαλάω, αλλά έτσι είναι οι σημερινοί νέοι, αχάριστοι κι εγωιστές. Που
όλα έτσι ξεκινάνε. Πρώτα πετάν στα σκουπίδια τις ενδυματολογικές
συμβουλές των σοφότερων και μετά αρχίζουν το κάπνισμα, μετά το ποτό,
μετά τα ναρκωτικά, και μετά παίρνουν τον κακό το δρόμο. Πάντα με την
αυτή σειρά και πάντα με την αυτή κατάληξη.
Εντάξει,
υπάρχουν και τα άλλα. Που βγαίνεις στο μπαλκόνι να προλάβεις να με δεις
πριν χτυπήσω το κουδούνι και πάλι όταν φεύγω κρεμιέσαι απ΄τα κάγκελα
και μου κουνάς το χέρι ώσπου να χαθώ στη γωνία, και σηκώνεις τον κόσμο
στο πόδι όταν έρχομαι, και καλείς όλα τα παιδιά της γειτονιάς στο σπίτι,
και τα κερνάς γλυκά και σοκολάτες στο πάρκο, κι όταν δε με παίζουν αυτά
με παίζεις εσύ, και μου παραχωρείς πάντα μα πάντα τη θέση του συνοδηγού
για να χορτάσω τον μπαμπά μου, και μου λες να μη λυπάμαι που φεύγω
γιατί είναι ευτυχία να έχεις πολλά σπίτια και να μην κλαίω που θέλω μόνο
το δικό σου, και να ντύνομαι καλά γιατί κυκλοφορεί ίωση, και να
σκεπάζομαι καλά γιατί κάνει κρύο, και να μην ανοίγω σε κανέναν αν δε
ρωτήσω ποιος είναι, και να μη φοβηθώ αν ξυπνήσω ένα πρωί κι εσύ δεν
ξυπνήσεις, και να πάω να το πω στην κυρία Σοφία δίπλα κι αυτή θα ξέρει
τι να κάνει, κι εγώ να γελάω και να σου ανταποδίδω ιστορίες τρόμου για
τον Σκωτσέζο που κατάπιε τη γκάιντα.
Σήμερα
φοράω το φουλ του θαλασσί για να εκτιμήσεις την πρόοδό μου, που είναι
αναγκαία αλλά όχι επαρκής για να με ρίξει στο ροζ κουφετί. Αλλά εγώ
ξύπνησα το πρωί κι εσύ δεν ξύπνησες. Και η κυρία Σοφία είναι ήδη εκεί
και μου λέει ότι δεν έχει ξαναδεί τόσο θαλασσί σε κηδεία. Και μου
χαμογελάς πλατιά.