Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

«Η θάλασσά μας» Παραμύθι; Ή μια μικρή – ΜΕΓΑΛΗ αληθινή ιστορία

Της Βιβής Σκούρτη


«Η θάλασσά μας»

Παραμύθι; Ή μια μικρή – ΜΕΓΑΛΗ  αληθινή ιστορία

            Κάποτε, πριν πολλά χρόνια η θάλασσά μας ήταν καθαρή, πεντακάθαρη να την «πιείς στο ποτήρι» που λέμε. Ήταν ο χώρος που περνούσαμε ατέλειωτες ώρες τους καλοκαιρινούς μήνες. Ψάχναμε καβούρια στα βραχάκια της και κάναμε μεγάλη χαρά όταν βρίσκαμε κάποια πολύ-πολύ μικρούλια. Βγάζαμε αχινούς. Έπρεπε να είχαν μια πετρούλα επάνω για να είναι γεμάτοι αυγά. Ξεκολλάγαμε παταλίδες μεγάλες και μικρές! Θρουμπίλια, πολλά θρουμπίλια που ήταν επίσης το καλό δόλωμα για να ψαρέψουμε, εκτός που τα τρώγαμε νερόβραστα.

Τα χρόνια περνούσαν. Η μικρή μας πόλη άλλαζε. Κτίζονταν καινούργια σπίτια, με περισσότερους από έναν ορόφους χωρίς κήπους και αυλές. Άλλαζαν παράλληλα και οι ασχολίες των κατοίκων. Πολλοί άφησαν το ψάρεμα και τα κτήματα. Ασχολήθηκαν με διάφορα επαγγέλματα και η  πόλη μας σιγά σιγά γέμισε καταστήματα.

Οι κοινοτικοί μας άρχοντες μέσα σε αντίξοες οικονομικά συνθήκες πάλευαν στην κυριολεξία να επιλύσουν τις ανάγκες των κατοίκων. Να φωτίζονται οι δρόμοι, αρχικά με φανούς σε διάφορα σημεία και αργότερα με δίκτυο ηλεκτροφωτισμού, να φτιαχτεί ένα δίκτυο ύδρευσης ώστε να μη μεταφέρουν νερό από τα πηγάδια, αρχικά με το να τοποθετηθούν κρήνες σε διάφορα σημεία και αργότερα να φτιαχτεί το δίκτυο ύδρευσης. Όπως ήταν φυσικό  χρειαζόταν  και ένα δίκτυο αποχέτευσης.

 Στο μακρινό έτος 1954 και στον καταρτισμό Προγράμματος εκτελεσθησόμενων έργων « αποφασίζει» η διοίκηση της μικρής μας κωμόπολης «την κατασκευή κοινοτικών υπονόμων δαπάνης 70.000δραχμών. Έτσι όμβρια και λοιπά ακάθαρτα ύδατα διοχετεύονται στη θάλασσα. Στη διάρκεια των χρόνων συντηρούνται οι παλιοί υπόνομοι και φτιάχνονται νέοι που καταλήγουν στο Λιμάνι και στα Μαντράκια.

  Όλα από τότε και μετά αλλάζουν. Λιγοστεύουν οι πεταλίδες, τα θρουμπίλια, χάνονται οι αχινοί. Άρχισε να νεκρώνεται, να ναρκώνεται η θάλασσα. Είχαν έρθει τα δύσκολα!  Οι βρωμιές κι ακαθαρσίες που ρίχνονταν μέσα της δεν άφηναν τίποτε να επιβιώσει. Το χρώμα της  αλλοιώθηκε, άλλοτε σε υποκίτρινο και άλλοτε σε υποπράσινο και μια  ανυπόφορη οσμή, μπόχα, ξεπηδούσε από μέσα της.

            Αδιαφορώντας για τη χαμένη, την ανεκτίμητη ομορφιά της συνεχιζόταν η φόρτωσή της με λύματα, απόβλητα, περιττώματα, πλαστικά, χημικά, ακαθαρσίες. Άφριζε, κάθε ανταύγεια του μπλε χανόταν μέρα με τη μέρα. Έτσι σκοτεινή, δύσοσμη, ρυπαρή και βρωμερή, δηλητηριασμένη, γεμάτη ιριδίζουσες σαπουνόφουσκες που δεν ήξερες πότε θα σκάσουν, παρέμενε με τους αδιάφορους ανθρώπους γύρω της να την κοιτούν, να κουνούν το κεφάλι τους, να κλείνουν τη μύτη τους και να εφησυχάζουν, να στέκουν σαν απολιθωμένοι, μη ξέροντας τι πρέπει να κάνουν.

Και οι ιθύνοντες; Οι εκλεγμένοι δημοτικοί μας άρχοντες; Για πολλά χρόνια έπαιρναν αποφάσεις που έμεναν στα χαρτιά όμως  το πρόβλημα ήταν σοβαρό και φυσικά δεν μπορούσε παρά να τους απασχολεί.

Έτσι το 1994 ψηφίζουν «Αποδοχή επιχορήγησης από Υπ. Εσωτερικών για ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΕΡΜΙΟΝΗΣ»  ποσού των 80.000.000 δρχ.

Ξεκινούν τα έργα του Βιολογικού καθαρισμού, ανοίγουν δρόμοι, αλλάζει και η Κοινοτική Αρχή και γίνεται Δημοτική. Το «κακό» ωστόσο γίνεται περισσότερο!


Αυτή ήταν η κατάσταση, ώσπου μια ημέρα  φτάνει στην πόλη μας μία καλοκαιρινή επισκέπτρια με πραγματική αγάπη για τον τόπο, που δεν εφησύχαζε και έσπειρε την ελπίδα. Κολύμπησε και κάλεσε τους πολίτες που αποσβολωμένοι από την τόλμη της και τη συμβολική της πράξη άρχισαν να αναζητούν τα αίτια και τις λύσεις, καθώς υπήρχε πια ο ανενεργός βιολογικός καθαρισμός ως κουφάρι να αναμένει τη χρήση του.

Τότε μια χούφτα γυναικών πήρε στα χέρια της την κατάσταση και σοβαρά αποφασισμένη θέλησε να δώσει την αρχή του τέλους, πριν ο παραλογισμός σκοτώσει την ελπίδα, προσφέροντας σημαντική δράση πολιτισμού.

Άρχισαν να κάνουν γνωστή την παρουσία τους και να δημοσιοποιούν κείμενα και προτάσεις λύσεων. Είχαν κι όλας γίνει ο κίνδυνος και ο εχθρός της τοπικής Αρχής, που ούτε ήθελε, μα ούτε και πίστευε ότι μπορεί το πολύπαθο θαλάσσιο περιβάλλον μας να καθαριστεί.

Οι αδιάφοροι άνθρωποι αναθάρρησαν και διαπίστωσαν πως κάτι μπορεί να γίνει.

Έτσι άρχισαν όλα. Το παραμύθι βέβαια έχει και συνέχεια.

Για να θυμούνται οι παλιοί, για να μαθαίνουν οι νέοι.