Σκλαβοπάζαρο στο Αλγέρι
Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Έβδομο μέρος.
Δημήτρης Τουτουντζής
Ο πρώτος από τους μεγάλους ανεξάρτητους
αρχηγούς ήταν ο Μουράτ, που έμαθε την τέχνη του κάτω από τις διαταγές του
Χαϊρεντίν και του Οτσιαλί. Όπως πολλοί άλλοι εκπρόσωποι του είδους του, είχε
γεννηθεί και αυτός χριστιανός από Αρβανίτες γονείς, και είχε σκλαβωθεί μικρό
παιδί. Ο αφέντης του, ο Καρά Αλί, ένας αλγερινός κουρσάρος, ενθουσιάστηκε με το
δωδεκάχρονο αιχμάλωτό του, και δήλωσε πως θα γινόταν θετός πατέρας του παιδιού.
Βρίσκοντας πως είχε ζωντανό και γεμάτο θάρρος μυαλό, ένιωσε μεγάλη στοργή γι’
αυτόν και σύντομα του έδωσε να κυβερνήσει μια γαλιότα, γιατί έδειχνε πάντοτε
ικανότητες που ξεπερνούσαν πολύ την ηλικία του.
Ο νέος ήταν παρών στην πολιορκία της Μάλτας
το 1565, ύστερα όμως από την καταστροφή, μπούχτισε από την πειθαρχία και τα
μονοτονία της υπηρεσίας στο οθωμανικό ναυτικό. Παράτησε το στόλο και άρχισε να
δουλεύει για λογαριασμό του στο καράβι του αφέντη του. Δεν είχε τόσες γνώσεις
ναυτικού, όσες νόμιζε, γιατί έριξε το καράβι του στις ξέρες και το έχασε, έσωσε
όμως το πλήρωμα, τους σκλάβους κωπηλάτες καθώς και τα όπλα του και τους έβγαλε στην παραλία ενός μικρού νησιού, κοντά στις
ακτές της Τοσκάνης. Οι ναυαγοί έμειναν εκεί ως τη στιγμή που τους είδαν μερικά
αλγερίνικα καράβια και τους έσωσαν.
Ο Μουράτ οδηγήθηκε στο Αλγέρι για να
παρουσιαστεί στον εξαγριωμένο Καρά Αλί. Για να του δείξει την οργή του, ο Καρά
Αλί του πήρε τους σκλάβους και τον έδιωξε. Ο Μουράτ νιώθοντας βαριά την
προσβολή και έχοντας ακόμα ζωηρή κλίση για το «κούρσος» κατάφερε να αρπάξει μια
μικρή γαλέρα με δεκαπέντε κουπιά και χάθηκε κατά τις ακτές της Ισπανίας. Μια
βδομάδα αργότερα γύρισε πίσω ρυμουλκώντας τρία ισπανικά μπριγαντίνια, καθώς και
εκατό σαράντα χριστιανούς. Αυτή η πετυχημένη επιχείρηση του εξασφάλισε καλή
φήμη και ευχαρίστησε τον αφέντη του τόσο πολύ ώστε του έδωσε καινούργια
γαλιότα. Ο Μουράτ ανοίχτηκε αμέσως στη θάλασσα για να δοκιμάσει την τύχη του
στο καινούργιο του καράβι. Έχοντας όμως βάλει μυαλό, μπήκε κάτω από τον έλεγχο ενός μεγαλύτερου και
επίσημα αναγνωρισμένου κουρσάρου, του Οτσιαλί. Η εκστρατεία αυτή τελείωσε όταν
κούρσεψαν τρεις μαλτέζικες γαλέρες στα ανοιχτά της Σικελίας.
Τον Ιανουάριο του 1578, ο Μουράτ είχε
αποκτήσει μια μοίρα από πολλές γαλιότες, που ήταν εντελώς δικές του, και
ταξίδευε σαν αναγνωρισμένος καπετάνιος. Τίποτα το αξιοσημείωτο δεν του συνέβη
εκείνη τη χρονιά, μόνο που άφησε να του ξεφύγει μέσα από τα χέρια του ο Δούκας
της Τιέρα Νουόβα, αντιβασιλιάς της Σικελίας, που αποχωρούσε από την υπηρεσία. Το
1580 όμως πραγματοποίησε ένα κατόρθωμα, που έκανε το όνομά του φημισμένο.
Φεύγοντας από το Αλγέρι, τον Απρίλιο του 1580, μόνο με δύο γαλιότες, αρμένιζε
ήρεμα στα ανοιχτά της ακτής της Τοσκάνης, όταν είδε ξαφνικά πίσω από ένα
απόκρημνο κάβο τα ψηλά κατάρτια από δύο αραγμένες γαλέρες. Ήταν χτήμα της Αυτού
Αγιότητας του πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄. Η μια από αυτές ήταν η καπιτάνα, δηλαδή η
ναυαρχίδα του πάπα.
Βλέποντάς τες, ο Μουράτ ένιωσε να του
τρέχουν τα σάλια, μ’ όλο το κουράγιο του όμως δίσταζε να επιτεθεί με δύο μικρά
πλεούμενα με κουπιά σε δύο τόσο καλά οπλισμένα καράβια. Εκείνη τη στιγμή, ενώ
αναρωτιόταν τι πρέπει να κάνει, είχε την τύχη να δει να φτάνουν δύο άλλες
αλγερινές γαλιότες όμοιες με τις δικές
του, που ταξίδευαν
δηλαδή με κουπιά και με
ένα βοηθητικό πανί. Ο πονηρός κουρσάρος βρήκε αμέσως τρόπο να τις
χρησιμοποιήσει. Οι παπικές γαλέρες θα τρόμαζαν βλέποντας να φτάνουν τέσσερα
καράβια, όχι όμως και δύο, γιατί θα ήταν βέβαιες πως θα τα νικούσαν. Ο Μουράτ
ρυμούλκησε λοιπόν τους δύο νεοφερμένους, τους έβαλε να κατεβάσουν τα κατάρτια
τους και τράβηξε με τα κουπιά προς τις ανύποπτες γαλέρες.
Το σχέδιο πέτυχε. Τα πληρώματα του πάπα δεν
είδαν τις γαλιότες παρά μόνο όταν ο εχθρός ξεπρόβαλε από το ακρωτήρι και έπεσε
πάνω τους. Οι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν βγει στην ξηρά. Πανικός κυρίευσε τα
πληρώματα, όταν τα σαρικοφορεμένα κεφάλια παρουσιάστηκαν πάνω από τις
κουπαστές. Ύστερα από μια σύντομη και άγρια μάχη, οι δύο γαλέρες
αιχμαλωτίσθηκαν.
Θαυμάσιο κατόρθωμα για τον Μουράτ, γιατί οι
γαλέρες ήταν φορτωμένες με θησαυρούς και με χριστιανούς. Αλυσοδεμένοι στα
κουπιά βρίσκονταν καμιά εκατοσταριά Τούρκοι και Μαυριτανοί σκλάβοι καθώς και
πολλοί χριστιανοί εγκληματίες, που δούλευαν εκεί τις ποινές τους. Οι
περισσότεροι από αυτούς, αναφέρει με χιούμορ ο διαμαρτυρόμενος Μόργκαν, ήταν
παπάδες και καλόγεροι που δεν είχαν τοποθετηθεί εκεί για τα προσόντα τους.
Ακολούθησε μια σημαντική μετατόπιση στις αλυσίδες. Οι μωαμεθανοί σκλάβοι
λευτερώθηκαν και τη θέση τους την πήρε το πρώην πλήρωμα της κάθε γαλέρας,
σκόρπιο ανάμεσα στους παπάδες και στους καλογέρους, που είχαν πάψει να φορούν
ράσα και άλλαζαν ίσως δεσμοφύλακες, χωρίς όμως να αλλάξουν φυλακή.
Οι αδιάκοπες επιτυχίες του Μουράτ ξεσήκωσαν
πολύ φυσική ζήλεια ανάμεσα στους αντιζήλους του. Ο ίδιος ο ναύαρχος του
Αλγεριού, ο Αρναούτ Μέμι, ανοίχτηκε στη θάλασσα με δεκατέσσερις γαλέρες για να
αποδείξει πως αυτό δεν ήταν δύσκολο επάγγελμα για έναν ικανό άνθρωπο. Ο Αρναούτ
έμεινε στ’ ανοιχτά για δύο μήνες και αφού αλώνισε συνειδητά ολόκληρη τη
Μεσόγειο, γύρισε στη βάση του για να δείξει το αποτέλεσμα της καλοκαιριάτικης
δουλειάς του, έναν τυφλό χριστιανό αιχμάλωτο, που πιάστηκε στο νησί Τουρσιά.
Ο ανταγωνισμός δε βγήκε σε καλό για τους
ανταγωνιστές. Ο καινούργιος κυβερνήτης πασάς, που είχε σταλθεί από την
Κωνσταντινούπολη και που, εξαιτίας του αξιώματός του, δικαιούνταν να παίρνει το
ένα δέκατο από όλα τα λάφυρα που έφερναν πίσω οι κουρσάροι, γρήγορα αηδίασε
βλέποντας πως λιγόστευαν τα έσοδα απ’ αυτές τις εκστρατείες. Το δέκατο της
τιμής ενός άθλιου τυφλού σκλάβου, δεν μπορούσε βέβαια να πλουτίσει έναν πασά. Αφού
κάλεσε όλους τους κουρσάρους αρχηγούς να παρουσιαστούν μπροστά του, τους δήλωσε
ωμά πως δεν ήταν παρά μια συμμορία δειλοί και φωνακλάδες τεμπέληδες και πως
κανένας απ’ αυτούς, με μοναδική εξαίρεση τον Μουράτ Ρέις, δεν άξιζε το σκοινί
που θα τον κρεμούσαν. Τελειώνοντας τους ανάγγειλε πως θα τους έδειχνε πως
γίνεται το κούρσος.
Και το έκανε. Για εκπαιδευτικό σκοπό,
διέταξε τους καπετάνιους από τριάντα δύο γαλιότες και γαλέρες να ενωθούν μα τα
καράβια του και μπήκε μπροστά τραβώντας για τη Σαρδηνία.
Το πρώτο μάθημα δε στάθηκε αρκετά πειστικό.
Ο πασάς έκρυψε τους κουρσάρους του στο νησάκι Σαν Πιέτρο και περίμενε για να
αιφνιδιάσει την πόλη Ινγκλέζια. Δυστυχώς τον ανακάλυψαν, δόθηκε το σύνθημα του
συναγερμού, και η παραλία όπου λογάριαζε να κάνει ντισμπάρκο γέμισε αμέσως με
τόσους οπλισμένους και αποφασισμένους Σαρδηνούς, ώστε ο πασάς έκρινε
προτιμότερο να αναβάλει την επίδειξή του για άλλη ώρα και άλλο μέρος.
Έπειτα μετακινήθηκε προς τα βόρεια ως το
Οριστάνο και ξεμπαρκάρισε χίλιους
πεντακόσιους
τυφεκιοφόρους που βάδισαν εναντίον μιας πόλης σαράντα μίλια στο εσωτερικό, με
οδηγό ένα σκλάβο κωπηλάτη από τη Σαρδηνία, που τον είχε δέσει γερά από τέσσερις
ρωμαλέους ναύτες. Όρμησαν στην επίθεση και ξαναέφυγαν με εφτακόσιους από τους
κατοίκους, που τους οδήγησαν στο νησί Μαλτ ντι Βέντρε. Εκεί οι πειρατές σήκωσαν
σημαία ανακωχής και κάλεσαν τους Σαρδηνούς να έλθουν να εξαγοράσουν τους
συμπατριώτες τους. Η πρόσκληση έγινε δεκτή, έφτασε μια αντιπροσωπεία και
άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Ύστερα από πολλά παζάρια, ο κουρσάρος είχε
κατεβάσει την τιμή του σε τριάντα χιλιάδες δουκάτα και οι νησιώτες είχαν φτάσει
στις είκοσι πέντε χιλιάδες, οι τελευταίοι όμως δε θέλησαν να ανεβούν πιο ψηλά.
Ο Μαυριτανός έχασε την υπομονή του, οι Σαρδηνοί διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις
και ο πασάς αγανακτισμένος, γιατί δεν μπόρεσε να υποχρεώσει τους νησιώτες να
του δώσουν όσα ζητούσε έφυγε για να πάει να πουλήσει τους αιχμαλώτους στην τιμή
που θα εύρισκε στην ελεύθερη αγορά.
Συνεχίζοντας το δρόμο του προς βορρά, έκανε
ακόμα ένα κούρσος ή δύο, μαθαίνοντας όμως πως ο Αντρέα Ντόρια πήγαινε από πίσω
του με δεκαεφτά γαλέρες, λογάριασε πως η γειτονιά της Κορσικής και της
Σαρδηνίας γινόταν πολύ επικίνδυνη γι’ αυτόν και έβαλε πλώρη κατά την Ισπανία.
Στο δρόμο κόντεψε να αιχμαλωτίσει μαζί με το επιτελείο και τη ναυαρχίδα του τον
αντιβασιλιά της Σικελίας, το διάδοχο του Δούκα που είχε ξεφύγει από τον
Μουράτ.
Το πρώτο του ντισμπάρκο, μια επιχείρηση
κοντά στη Βαρκελώνη, του εξασφάλισε πενήντα Ισπανούς αιχμαλώτους, ξεσήκωσε όμως
σε τέτοιο σημείο την περιοχή, ώστε αποφάσισε για μια ακόμα φορά να πάει να
δοκιμάσει την τύχη του αλλού.
Αυτή τη φορά διάλεξε μια τοποθεσία κοντά
στην Αλικάντη, από όπου πριν από λίγο καιρό Μαυριτανοί του είχαν γράψει προσφέροντάς
του ουσιαστική αμοιβή, αν δεχόταν να έρθει να τους ελευθερώσει. Φτάνοντας νύχτα
κοντά στην παραλία, ο πασάς έστειλε μια βάρκα στην ακτή για να ειδοποιήσει τους
Μορίσκος πως είχε φτάσει η βοήθεια και πως θα έπρεπε να είναι έτοιμοι να
φύγουν. Λίγο αργότερα μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη βγήκε κωπηλατώντας στην
ξηρά και έφερε πίσω στα καράβια πάνω από δύο χιλιάδες άντρες, γυναίκες και
παιδιά με τα πράγματά τους. Τους μπάρκαραν γρήγορα – γρήγορα και ο στόλος
σάλπαρε χωρίς να χάσει ούτε ένα στρατιώτη ή επιβάτη.
Οι γαλέρες ήταν τώρα φορτωμένες ως επάνω με
τους αιχμαλώτους, τους επιβάτες και τα λάφυρα και ο πασάς έβαλε πλώρη για το
Αλγέρι. Σταμάτησε μόνο για να μαζέψει ένα καράβι φορτωμένο με στάρι που ερχόταν
από τη Ραγούζα και βρέθηκε μπροστά του. Τρεις μήνες αφού έφυγε από το Αλγέρι,
είχε γυρίσει με λάφυρα και σκλάβους που αντιπροσώπευαν ολόκληρη περιουσία. Μόλις
βγήκε στην ξηρά, κάλεσε μια σύναξη των επαγγελματιών κουρσάρων και τους ζήτησε
να απαντήσουν, ποιος ήταν ο καλύτερος κουρσάρος, αυτός ή εκείνοι;
Ωστόσο ο Μουράτ Ρέις, αδιαφορώντας και για
τους αντίζηλους και για τους πασάδες, τραβούσε το δρόμο του. Τρία χρόνια μετά
το γυρισμό του πασά από ένα κούρσος, που αν το καλοζυγίσει κανείς, δε θα ήταν
για τον μεγάλο Ρέις παρά μια εκδρομή, πέτυχε την πιο θεαματική επιχείρηση
ολόκληρης της σταδιοδρομίας του και έκανε κάτι που κανένας Αλγερινός δεν είχε
τολμήσει πριν απ’ αυτόν. Δηλαδή πέρασε το στενό του Γιβραλτάρ και πήγε και
κούρσεψε στον Ατλαντικό. Ως τότε και οι πιο θαρραλέοι πειρατές προτιμούσαν να
αρμενίζουν χωρίς να χάνουν την ξηρά από τα μάτια τους, και την εγκατέλειπαν
μόνο όταν δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς για να διασχίσουν τη Μεσόγειο. Ο
Μουράτ έφυγε από το Αλγέρι το 1585 με τρεις από τις πολεμικές γαλιότες του.
Σταματώντας στο Σαλέ,
πειρατική φωλιά που
βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη στις ακτές του Μαρόκου, και που έμελλε να γίνει σε
μερικά χρόνια το ίδιο σημαντικό με το Μπουζί και το Αλγέρι, ενισχύθηκε με
μερικά μπριγαντίνια. Αφού συγκέντρωσε τη μοίρα, πέρασε το στενό του Γιβραλτάρ
και τράβηξε για τα εφτακόσια μίλια ωκεανό που τους χώριζαν από τα Κανάρια
νησιά, σε έναν δρόμο τόσο άγνωστο για τους Μωαμεθανούς, όσο άγνωστος είχε
σταθεί για τους Δυτικούς πριν διακόσια χρόνια. Ο Μουράτ είχε πιάσει έναν
αιχμάλωτο που ισχυριζόταν πως ήξερε το δρόμο, και τον είχε διορίσει πιλότο.
Όταν όμως ύστερα από μερικές μέρες σκληρής κωπηλασίας, με τη βοήθεια, όταν ήταν
δυνατό, των πανιών είδαν μερικά νησιά, ο πιλότος δεν τα αναγνώρισε και
εξομολογήθηκε τους φόβους του στο Μουράτ, λέγοντάς του πως έχασαν τον προορισμό
τους και βρίσκονταν πολύ πέρα από τα Κανάρια νησιά. Σ’ αυτά ο Μουράτ απάντησε:
«Μ’ όλο που δεν έχω πάει εκεί ποτέ, δηλώνω πως αυτά που μου λες είναι αδύνατα;,
Συνέχισε λοιπόν τον ίδιο δρόμο».
Είχε δίκιο. Ο πιλότος έκανε λάθος. Σε λίγο
είδαν το νησί Λανζαρότε να ζεσταίνετε ειρηνικά στον καλοκαιρινό ήλιο. Μόλις
αντίκρισαν την ξηρά, οι πειρατές μάζεψαν τα πανιά τους και κατέβασαν τα
κατάρτια για να μην κινδυνέψουν να τους δουν οι νησιώτες. Όταν σκοτείνιασε
ξαναξεκίνησαν. Τραβώντας βουβά και με δύναμη τα κουπιά, ξεμπάρκαραν διακόσιους
πενήντα τουφεκιοφόρους κοντά στη μεγαλύτερη πόλη. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε
απόλυτα. Οι κάτοικοι δεν πρόφτασαν να αμυνθούν, η πόλη λεηλατήθηκε και
αρπάχθηκαν τριακόσιοι αιχμάλωτοι. Ο ίδιος ο κυβερνήτης ξέφυγε, η μητέρα του όμως,
η γυναίκα και η κόρη του σύρθηκαν στα καράβια.
Τα ξημερώματα ο Μουράτ είχε αγκυροβολήσει
στα ανοιχτά της παραλίας και σήκωσε τη σημαία της ανακωχής για να καλέσει τους
στεριανούς να έλθουν να εξαγοράσουν τους φίλους και τους συγγενείς τους. Πρώτος
ήρθε ο κυβερνήτης. Φορολογήθηκε βαριά και πήρε την οικογένειά του. Τα άλλα μέλη
της καλής κοινωνίας έκαναν το ίδιο και έτσι μόνο οι φτωχοί και οι έρημοι
έμει8ναν στην άθλια κατάστασή τους.
Ο Μουράτ έφυγε χωρίς να χάνει καιρό,
κόντεψε όμως να μην ξαναδεί ποτέ τη χώρα του. Τα μαντάτα για τα κατορθώματά του
τον είχαν ξεπεράσει και ο Ντον Μαρτίν Παντίλλα, είχε σταλεί για να τον πιάσει
στο στενό του Γιβραλτάρ.
Ο Μουράτ ειδοποιήθηκε αρκετά έγκαιρα για να
αποφύγει να πέσει στα χέρια του Παντίλλα, όχι όμως αρκετά νωρίς για να περάσει
το στενό πριν πιάσει τις θέσεις του ο Ισπανός. Να περάσει με τη βία από το
στενό ήταν αδύνατο. Ο Ισπανός είχε δώδεκα πολεμικές γαλέρες. Ο Μουράτ χώθηκε σε
ένα ταπεινό λιμανάκι της παραλίας του Μαρόκου και κρύφτηκε εκεί για ένα μήνα.
Ύστερα επωφελήθηκε από μια ανταριασμένη νύχτα, οδήγησε τη μικρή μοίρα του μέσα
από τον αποκλεισμό και την έφερε στα νερά της πατρίδας.
Το παρακάτω κατόρθωμα του Μουράτ
πραγματοποιήθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Αυτή τη φορά αρμένιζε στα ανοιχτά
ολομόναχος με μια γαλέρα. Αλήθεια τι χαρακτηριστική αντίθεση με την εποχή του
Μπαρμπαρόσα και του Ντραγκούτ! Αφού έκανε μια ή δυο πρέζες στ’ ανοιχτά της
Κορσικής, έβαλε πλώρη για τη Μάλτα και στο δρόμο συνάντησε ένα γαλλικό καράβι
«αυτών των πιστών φίλων των Τούρκων». Ο υποχρεωτικός καπετάνιος του τον
πληροφόρησε για μια βασιλική γαλέρα της Μάλτας, τη «Λα Σερένα», που τραβούσε
για την Τρίπολη.
Ο Μουράτ έπιασε θέση κοντά σε ένα νησί από
όπου πίστευε πως η μαλτέζικη γαλέρα δεν μπορούσε παρά να περάσει. Το επόμενο
πρωινό φάνηκε η μεγάλη γαλέρα σέρνοντας πίσω της μια τούρκικη πρέζα. Οι
πιθανότητες φαίνονταν να μεροληπτούν εναντίον του. Μια μικρή γαλέρα να τα βάλει
με μια γαλέρα πρώτης τάξεως, ψηλοκάρενη! Ο Μουράτ
έκρινε πως το ηθικό του
πληρώματός του χρειαζόταν κάποια ενθάρρυνση. Τους μάζεψε γύρω του και τους
έβγαλε ένα λόγο, για να τους δώσει θάρρος, που τελείωνε με αυτά τα λόγια: «Μη
φοβηθείτε το θάνατο, αφού φύγατε από την πατρίδα σας αναζητώντας τύχη και δόξα
για να υπηρετήσετε το μεγάλο μας προφήτη, τον Μωάμεθ».
Ο λόγος είχε μεγάλη επιτυχία και το πλήρωμα
τον χαιρέτησε με δυνατές ζητωκραυγές. Στο μεταξύ όμως το μαλτέζικο καράβι είχε
κερδίσει δρόμο και άρχισε το κυνηγητό με δυνατές καμουτσικιές στις πλάτες των
σκλάβων. Οι Ιππότες ήταν οι τελευταίοι που θα έφευγαν μπροστά στον εχθρό, ο
κυβερνήτης όμως της «Λα Σερένα» δεν μπορούσε να πιστέψει πως η γαλέρα που τον
κυνηγούσε ήταν μοναχή. Πριν δεχτεί τη μάχη, διέταξε το βιγλάτορα να αναφέρει
τον αριθμό των άλλων καραβιών που θα έβλεπε πίσω της. Όταν βεβαιώθηκε πως ήταν
μοναχή, έδωσε τις διαταγές που χρειάζονταν για να βιράρει πίσω και να
αιχμαλωτίσει τον ξετσίπωτο κουρσάρο. Μαθεύτηκε αργότερα πως οι ιππότες,
διαπιστώνοντας πως η γαλέρα ήταν μοναχή, είχαν φωνάξει όλοι μαζί: «Σίγουρα δεν
μπορεί να είναι κανείς άλλος παρά αυτός ο δαίμονας ο Μουράτ Ρέις».
Αυτή τη φορά η τύχη ευνόησε και πάλι το
παράτολμο θάρρος. Με την πρώτη μπαταριά του κανονιού του κουρσάρου, αυτό το
μέτριο όπλο σκόρπισε τα βλήματά του με τόση ακρίβεια, ώστε όλοι σχεδόν οι
χριστιανοί πυροβολητές σκοτώθηκαν ή λαβώθηκαν στις θέσεις τους. Αυτή η
αναπάντεχη επιτυχία του πυροβολικού έκρινε αμέσως την τύχη του αγώνα.
Εξαρθρωμένοι από την αρχή, οι χριστιανοί υποχρεώθηκαν να παραδοθούν ύστερα από
μισή ώρα πάλης.
Ο Μουράτ, ευχαριστημένος, όχι χωρίς λόγο,
από τον εαυτό του, κατευθύνθηκε προς το Αλγέρι, ενώ οι αιχμάλωτοί του τραβούσαν
λυπημένοι κουπί, για να φέρουν πίσω την πρέζα του. Πλησιάζοντας την ξηρά στα
παράλια της Αφρικής, καθώς καβατζάρανε έναν κάβο, έπεσαν ξαφνικά πάνω σε ένα
πειρατή της Μαγιόρκας, που βρισκόταν σε καρτέρι, απασχολημένος με την ίδια
δουλειά που έκαναν και αυτοί. Αυτή η μορφή συναγωνισμού μπροστά στην πόρτα
τους, ήταν πολύ σοβαρή για να κλείσει κανείς τα μάτια. Ο Μουράτ αιχμαλώτισε το
καράβι της Μαγιόρκας, και έδωσε δουλειά στο πλήρωμά του, βάζοντάς το σε σαράντα
τέσσερις άδειες θέσεις στους πάγκους της βασιλικής γαλέρας της Μάλτας. Δύο
μέρες αργότερα έμπαινε στο λιμάνι του Αλγεριού με τις δύο πρέζες του, που
είχαν, όπως συνηθιζόταν σε παρόμοιες περιστάσεις, μεσίστιες τις σημαίες τους,
ενώ μικρά και μεγάλα κανόνια έριχναν τη μια μπαταριά μετά την άλλη. Όλη η πόλη
είχε βγει στους δρόμους για να ζητωκραυγάσει τον πιο διαλεχτό γιό της και ο
πασάς όχι μόνο του έστειλε μια συνοδεία γενίτσαρους, αλλά ακόμα του έκανε την
πιο μεγάλη τιμή που μπορούσε να γίνει, στέλνοντάς του το ίδιο το άλογό του για
να τον φέρει στο παλάτι.
Ο Μουράτ τελείωσε τη σταδιοδρομία του σαν
ναύαρχος του Αλγεριού, πόστο όπου διορίστηκε το 1595. Ανάθεσε το μεγαλύτερο
μέρος των επίσημων καθηκόντων του σε έναν αντικαταστάτη και ανοιγόταν κάθε
χρόνο, χωρίς διακοπή, στη θάλασσα για λογαριασμό του. Εξαφανίζεται από τα
χρονικά, αφού πληγώθηκε πέντε φορές από τα βλήματα των Ιπποτών. Είναι γνωστό
πως γύρισε στο Αλγέρι μετά την τελευταία του συνάντηση, η ιστορία όμως δε μας
λέει αν πέθανε από τις πληγές του ή αν έφτασε σε πολύ προχωρημένη ηλικία, αφού
αποχώρησε από την ενεργό δράση.