Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

διήγημα

του Σωτήρη Δημητρίου












"Η αυτονομία της φωνής"

(διήγημα από τη συλλογή "Θάμπωσε ο νους", εκδ. Πατάκη, 2017)
___________________________________

Την παρουσίαση μιας νέας ποιητικής συλλογής ανέλαβε ζευγάρι - και στη ζωή - ποιητών. Ομιλητής θα ήταν αυτός και κατόπι θα διάβαζαν εναλλάξ δέκα ποιήματα.

   "Τα ξέρεις βέβαια" της είπε "καλύτερα από μένα αλλά δεν βλάπτει να τα επαναλάβουμε. Όχι υπόδυσις και εκδραμάτιση. Κατευθύνουμε την φαντασία του ακροατή, δεσμεύουμε και οριοθετούμε. Ούτε ερμηνεία. Ο πυρήνας του ποιήματος θα παραμένει εσαεί ανερμήνευτος. Διάμεσος είναι ο ποιητής κι εμείς οι διάμεσοι του διάμεσου. Ας μην αυθαιρετούμε. Δεν χρειάζεται επίσης επιτονισμός' κυρίως δεν χρειάζεται εκεί που φαινομενικά χρειάζεται. Όσο πιο ισότονη, ουδέτερη και άχρωμη η εκφορά τόσο ο ακροατής θα επισημάνει το δικό του καίριο. Αγγελίες  μεταβατικών σταθμών" φωτίστηκε το πρόσωπό του "αυτές να έχεις στο νου σου. Είναι ένδειξις σεβασμού και προς τον ακροατή και προς την ποιήτρια. Αν ξέρει κάποιος τους κρυφούς αρμούς του ποιήματος είναι αυτή. Όμως κατά την γνώμη μου αυτή πρωτίστως θα έπρεπε να απαγγέλλει ουδέτερα. Είμαστε σίγουροι ότι ορίζει τη σκέψη της; Ότι δημιούργησε μόνον η δική της βούληση; Είμαστε σίγουροι ότι γνωρίζει τα βάθη του βάθους του ποιήματος;"

   Πλατάγισε την γλώσσα του ευχαριστημένος.

  Της διάβαζε τα ποιήματά της και κατόπιν την έβαζε να διαβάζει κι αυτή.

  "Μα δεν θέλει" σκέφθηκε η γυναίκα "να νιώσει κάποια έκπληξη απ' την ιδιοτυπία μου;".

   Μέχρι την ημέρα της παρουσιάσεως πέντ' έξη φορές την έβαλε να ακούσει την ομιλία του.

   "Αύριο να αλλάξεις οπωσδήποτε εσώρουχο" του είπε την προηγουμένη.

   Χαμογέλασε αυτός συγκαταβατικά.

   Στην αίθουσα έλαμπε. Το φόρεμά της σεμνό και έντονο, τα κοσμήματα ελάχιστα, ημιαφανή, τα παπούτσια προσεγμένα. Κάθισαν, στη μέση βρέθηκε αυτός. Άρχισε να μιλάει.

   "Στόμφος" ήταν η λέξη που της ήρθε αμέσως στο νου.

   Ήξερε αυτός την σπουδαιοπρεπή εκφορά του και προσπαθούσε να την υποτάξει, αλλά αυτή έβρισκε διόδους στο χρώμα της φωνής, στις κινήσεις των χεριών, στην στάση του σώματος, στο πλατάγισμα της γλώσσας. Του ξέφευγε κι αρκετά συχνά το αναρροφητικό "τσ".

   Μετά την μακροσκελή ομιλία ήρθε η ώρα των ποιημάτων. Ερχόταν η σειρά της. Ένιωσε  τους σφυγμούς της να επιταχύνουν. Επικεντρώθηκε στις κωλοτρυπίδες των παρευρισκομένων. Και η χάρις και το κύρος κουβαλούν τις κωλοτρυπίδες τους. Μάλιστα για επίταση τις φανταζόταν και φαγουρίζουσες.

   "Θα σας διαβάσουμε δέκα ποιήματα" είπε αυτός. "Ανά πέντε με την κυρία".

   Άνοιξε το βιβλίο της, πήρε βαθιά ανάσα και... άρχισε αυτός. Αδιανόητο. Καταρρακώθηκε. Κατά την ανάγνωσή του σκέφθηκε πάλι χαιρέκακα.

   "Να τος πάλι ο στόμφος του. Δάσκαλε που δίδασκες. Αμ κακομοίρη μου και τον χαρακτήρα σου να κρύψεις την φωνή σου δεν μπορείς. Άλλα διαβάζεις, άλλα λέει η φωνή σου".

   Θυμήθηκε την γιαγιά της που έλεγε ότι η πυτιά είναι στη φωνή.

   Ακόμα μουδιασμένη, δεν κατάλαβε αμέσως ότι την ανήγγειλε. Τον αγνοησε.

   Έκλεισε το βιβλίο και άρχισε να μιλάει. Να μιλάει υπέροχα για την σχέση της με την ποιήτρια. Να μιλάει υπέροχα για την ποίησή της. Υπέροχα για την εν γένει ποίηση.

   Μια σχεδόν ερωτική θαλπωρή την τύλιξε. Ένιωθε στον λαιμό έναν γλυκό αγκαθωτό κόμπο και στους μηρούς της ανεβοκατέβαινε μια μπίλια υδραργύρου.

   Το ακροατήριο ήταν απλωμένο σεντόνι στο αεράκι της φωνής της. Ήταν σίγουρη ότι τρέμιζε το αντηχείο τους, τους κοβόταν λίγο η ανάσα.

   Ήρθε η ώρα του ποιήματος.

   "Ας αφήσουμε την επιλογή στη θεά τύχη" είπε. "Πείτε μου σας παρακαλώ έναν αριθμό" φυλλομέτρησε το βιβλίο, χαριτωμένα,  εν ροή, "από το 9 μέχρι το 100".

   "Διακόσια" φώναξε κάποιος και το ακροατήριο ξέσπασε ευφρόσυνα. Αρκετοί δε άρχισαν να χειροκροτούν όρθιοι, εκβιάζοντας το πέρας.
Αποτέλεσμα εικόνας για χειροκροτημα ακροατηριο

Έλλη Βασιλάκη