Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

εις μνήμην Αντώνη Σουρούνη

Εργογραφία

Μυθιστόρημα
Ένα αγόρι γελάει και κλαίει, 1969
Οι συμπαίχτες, Θεσσαλονίκη, Νέα Εγνατία 1977
Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι, Νέα Σύνορα – Λιβάνης 1985
Πάσχα στο χωριό, νουβέλα, Καστανιώτης 1991
Ο χορός των Ρόδων, Καστανιώτης 1994 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995)
Γκας ο γκάνγκστερ, Καστανιώτης 2000
Το μονοπάτι στη θάλασσα, Καστανιώτης 2006

Διηγήμα
Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, Ύψιλον 1982
Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου, Νέα Σύνορα – Λιβάνης 1983
Υπ’ όψιν της Λίτσας, Καστανιώτης 1992
Μισόν αιώνα άνθρωπος, Καστανιώτης 1996
Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης 2002
Νύχτες με ουρά, Καστανιώτης 2010

Άλλα έργα
Το μπαστούνι, παραμύθι. Καστανιώτης 1996

Συλλογικά έργα
Τέλος καλό, όλα καλά, Καστανιώτης 2012
Η Θεσσαλονίκη των συγγραφέων, Ιανός 2011
Ο δρόμος για την Ομόνοια, Καστανιώτης 2005
Το παιχνίδι των τεσσάρων, Καστανιώτης 1998
Άσεμνες ιστορίες, Πατάκης 1997
ΠΗΓΗ: Book Bar


Ο συγγραφέας Αντώνης Σουρούνης πέθανε προχτές στα 74 χρόνια του. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, είχε ζήσει αρκετά χρόνια στη (Δυτική, τότε) Γερμανία για σπουδές και κάνοντας διάφορες δουλειές και τα πρώτα του έργα αφηγούνταν εμπειρίες από τη ζωή του αυτή.
[...] συνέχισε με ελλαδική θεματολογία [...] και μόνο τους Συμπαίχτες και τα Μερόνυχτα Φραγκφούρτης να ‘χε γράψει, θα είχε κερδίσει μιαν από τις πρώτες θέσεις στον λογοτεχνικό μας κανόνα.
[...] διάλεξα σήμερα να παρουσιάσω διήγημά του από τα Τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου -με εμπειρίες όχι πια από τη Γερμανία και τη χαρτοπαιξία, αλλά από τα χρόνια που δούλεψε ναυτικός. 
9 Οκτωβρίου, 2016
sarantakos.wordpress

Να είσαι και να μην είσαι

Ξαναμέτρησα τα λεφτά μου. Δεν είχε άλλάξει τίποτα — ήταν πάντα εννιά δολάρια. Ούτε και σε μένα είχε αλλάξει τί­ποτα — ήμουν ακόμα στην Κωνστάντζα. Για να φτάσω στη Θεσσαλονίκη και να χαρώ τον κόλπο της και τον κόλπο της Σοφίας, έπρεπε να διασχίσω ολόκληρη Ρουμανία και Γιουγ­κοσλαβία. Αποφάσισα να μη βγω και να πέσω για ύπνο. Ή­μουν υπεύθυνος γι’ αυτό το ανήλικο ποσό και είχα καθή­κον να το προστατέψω από τις κακοτοπιές, πού σίγουρα θα παρασυρόταν μαζί μου.

Ξύπνησα πολύ νωρίς και μέτρησα πάλι τα δολάρια· τουλάχιστον ήταν ακόμη εννιά. Βγήκα στο αποχωρητήριο του διαδρόμου και γυρνώντας σκόνταψα πάνω σε μια γυ­ναίκα που σφουγγάριζε.

— Συγνώμη…
Σήκωσε απότομα το κεφάλι.
— Έλληνας είσαι, γιε μου;
— Μάλιστα.
— Από πού είσαι, παιδί μου;
— Από τη Θεσσαλονίκη.
— Άαα, τη θυμάμαι τη Θεσσαλονίκη… Εγώ είμαι από τη Δράμα. Ναυτικός είσαι;
— Μάλιστα.
— Και γυρίζεις τώρα στην Πατρίδα, κανακάρη μου;
— Αν θέλει ο Θεός, θεία…
— Ο Θεός πάντα θέλει, γιε μου. Οι άλλοι δεν θέλουν…

Είχε δίκιο. Σηκώθηκε και μ’ ακολούθησε στο δωμάτιο.

—  Εγώ σ’ αυτό το ξενοδοχείο βλέπω πολλούς Έλληνες. Καμιά φορά τυχαίνει να ‘ναι τόσοι πολλοί, που νομίζω πώς βρίσκομαι στην Πατρίδα…

Καθώς έφτιαχνα τα πράματά μου, τράβηξα από το σά­κο μια κολόνια κι ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες. Αυτά κατάφερα και τα ‘σωσα· και από τις γυναίκες και από τούς άν­τρες. Οι τελωνειακοί στο λιμάνι με είχαν αφανίσει. Με υπο­χρέωσαν και τ’ άπλωσα όλα στο πάτωμα, λες και τα είχα για πούλημα. Φώναξαν κι άλλους από τα γύρω γραφεία, με κύ­κλωσαν κι άρχισε ένας περίεργος σαματάς, σαν να θέλανε στ’ αλήθεια να τα παζαρέψουν. Ώσπου να μου δώσουν το ελεύθερο να περάσω, τα μισά μου υπάρχοντα είχαν εξαφανιστεί. Γνώριζαν πως δεν έφευγα από τη σκάλα του βαπο­ριού και πως θα κάνω το κορόιδο — όπως και το ‘κανα.

—  Να, πάρε αυτά, θεία… Εμένα δεν μου χρειάζονται πια. Ένα για σένα κι ένα για την κόρη σου…
—  Αχ, σ’ ευχαριστώ, γιε μου… να ‘σαι καλά και να ‘χεις την ευχή μου. Εγώ μόνο αυτό μπορώ να σου δώσω — την ευχή μου. Με το καλό να σε δει ή μανούλα σου και το κορίτσι σου…
—  Θεία, μήπως υπάρχει εδώ μέσα κανένας καλός άνθρωπος να μας αλλάξει αυτά τα τέσσερα δολάρια; Είναι μεγάλη ανάγκη…
— Δώσ’ τα, παιδί μου… Θα δω τι μπορώ να κάνω.

Γύρισε τόσο γρήγορα, που σκέφτηκα πως ο μαυραγορίτης θα περίμενε έξω από την πόρτα. Της έδωσα κι εγώ την ευχή μου κι αποχαιρετιστήκαμε.

Έμεινα δυο ώρες στο καφενείο του σταθμού περιμένοντας το τρένο και χαζεύοντας τούς άλλους. Οι άλλοι ήταν πιο τυχεροί — χάζευαν εμένα. Από το σάκο μου κρέμονταν δυο σπαθιά αφρικάνικα κι ένα πολύχρωμο ψάθινο καπέλο. Τα είχα αγοράσει στην Γκάνα για τη Σοφία. Λαϊκή τέχνη. Της άρεζαν κάτι τέτοια. Λαϊκή μουσική, λαϊκή ζωγραφική, λαϊκή χειροτεχνία, λαϊκή τέτοια, λαϊκή αλλιώτικια. Το σπίτι της μπορεί να μη βρισκόταν σε λαϊκή συνοικία, όμως ήταν γεμάτο απ’ όλα αυτά που ανέφερα. Ακόμα κι εγώ ό ίδιος σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες ανήκα.

Στο Βουκουρέστι θα με περίμενε ο Νικόδημος, για να μου βγάλει το εισιτήριο και να συνεχίσουμε παρέα. Δέκα ή ώρα το βράδυ στην μπιραρία του σταθμού. Αυτός έφευγε κανονικά με φυλλάδιο και μπροστάντζα. Θα υπήρχε και μή­νυμά του στη δεξιά κάτω γωνιά της πόρτας από την τελευ­ταία τουαλέτα.
Το τρίμηνο που πέρασε είχαμε δώσει οι δυο μας τέσσερις ή πέντε παραιτήσεις, που ο καπετάνιος τις κομμάτιαζε μπροστά μας. Ώσπου έδωσε λόγο, πως στην Κωνστάντζα θα μάς άφηνε να φύγουμε. Πρωί πρωί τη μέ­ρα που ήταν να σαλπάρουμε ο Νικόδημος έφερε με τις φω­νές του το βαπόρι τα πλώρα-πρύμνα, μέχρι που ο καπετά­νιος του ‘δωσε το φυλλάδιο για να ξεκουμπιστεί.
Εγώ ό­μως έπρεπε να μείνω, μέχρι να κλείσουμε και το τελευταίο αμπάρι και να ρίξουμε την τελευταία μουσαμαδιά. Είχα δώ­σει κι εγώ το λόγο μου κι έμεινα. Δεν μπόρεσα να τον πάρω πίσω κι ήταν γραφτό από τότε να ζώ δίχως λόγο. Τυλίξαμε το βαπόρι στα φασκιά του κι έψαξα για τον καπετάνιο, όμως δεν βρισκόταν. Είχε γίνει άφαντος. Οι αστυνομικοί είχαν τε­λειώσει το ψάξιμο με τα καθρεφτάκια, ούτε κι αυτοί βρήκαν τίποτα κι έδωσαν το ελεύθερο για αναχώρηση. Και τότε εμφανίζεται ο καπετάνιος στη βαρδιόλα.

— Βίρα!…
Σαλτάρω στο αμπάρι τής πλώρης, για να με βλέπει κα­λά.
— Καπετάνιε! Είχες πει…
— Βίρα, είπα!…

Τα φοβόμουν κάτι τέτοια και είχα το σάκο έτοιμο ανάμεσα στα δυο αμπάρια. Τον αρπάζω και τον πετάω έξω στο μουράγιο. Οι κάβοι είχαν λασκάρει και το πλοίο απομακρυ­νόταν σιγά σιγά από τη στεριά. Ανεβαίνω στην κουπαστή και πηδάω και πέφτω στην αγκαλιά του σάκου μου. Γυρνώντας ν’ αποχαιρετήσω τούς συντρόφους μου από το κά­τεργο, βλέπω τον καπετάν-μαλάκα να έχει βγάλει το φυλ­λάδιό μου από την τσέπη και να μου το κουνάει σαν κουδουνίστρα. Τον άφησα λίγο, μέχρι να καυλώσει με το παι­χνίδι του, για να τη φάει δυνατότερα.
Είχα φλος. Ο κόσμος είναι γεμάτος από κακούς ανθρώπους και όσα περισσότερα χαρτιά κουβαλάς μαζί σου, τόσο ευκολότερα μπορείς να τούς ξεφεύγεις. Βγάζω λοιπόν κι εγώ το διαβατήριο και του το παίζω με τον ίδιο τρόπο. Λίγο ακόμα και το βαπόρι θα γι­νόταν κομμάτια πάνω στον ντόκο. Οι θεατές, που ως εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσαν το παιχνίδι με θλίψη, αμόλησαν τούς κάβους από τα χέρια, για να χειροκροτήσουν.
Κα­ταπληκτική παρτίδα. Η καλύτερη που έπαιξα πάνω στο κωλοβάπορο.

Το πρώτο που έκανα φτάνοντας στο Βουκουρέστι ή­ταν να κατεβώ στις τουαλέτες. Χρειαζόμουν κιόλας ένα κα­τούρημα. Όπως το φοβόμουν, η τελευταία ήταν πιασμένη. Η τελευταία είναι πάντα πιασμένη. Αν όχι από κάποιον που χέζει, από κάποιον που ψάχνει ή ψάχνεται. Κατούρησα κι έ­κοβα βόλτες πάνω κάτω με το σάκο κρεμασμένο στον ώμο, απ’ όπου κρέμονταν τα πράματα τής Σοφίας. Μπήκαν δυο τρεις και βγήκαν άλλοι τόσοι κοιτώντας με όλοι μ’ ένα μάτι.
Κάποτε άδειασε κι αυτός που μ’ ενδιέφερε αδειάζοντάς μου και τη γωνιά. Μπήκα μέσα, μαντάλωσα, κι αυτό που αντίκρισα με κατατρόμαξε. Η πόρτα ήταν βαμμένη με με­λάνι. Ακόμη και τα μεγάλα γράμματα ήταν γεμάτα με μικρά γράμματα. Γονάτισα να ψάξω. Μαζί με μένα γονάτισαν κι οι ελπίδες μου. Υπήρχαν σε διάφορες γλώσσες διάφορες συμβουλές και παροτρύνσεις, αλλά για μένα ούτε λέξη. Έψαξα και στην άλλη γωνιά, μήπως έγινε κάποιο λάθος, κι έ­πειτα και στις άλλες γωνιές. Τίποτα. Σκέφτηκα πως ίσως να μη βρήκε κενό χώρο στις γωνιές και ακουμπώντας το σάκο καταγής, έψαξα πόντο πόντο ολόκληρη την πόρτα. Βρήκα κι ένα ελληνικό «ΓΑΜΙΕΣΑΙ», αλλ’ αυτό βέβαια δεν αφορούσε εμένα. Αν έγραφε κάτι τέτοιο ο Νικόδημος, θα το ‘γραφε στη γωνιά που είχαμε συμφωνήσει, για να το βρω αμέσως.

Ανέβηκα στο καφενείο και ήπια μια μπίρα. Κάποιος πλησίασε και με ρώτησε αν πουλάω τα σπαθιά. Όχι. Το τζιν που φοράω; Ούτε. Ήπια κι άλλη μπίρα.
Πλησίαζε η ώ­ρα δέκα και όπου να ‘ναι έπρεπε να φανεί ο Νικόδημος. Ξύ­πνιο παιδί, ο μπαγάσας — η αλήθεια να λέγεται. Στα λιμάνια σπάνια βλέπανε τον παρά του, γι’ αυτό και ήταν πάντα φορ­τωμένος. Τζάμπα έπινε, τζάμπα γαμούσε. Όχι επειδή ήταν τίποτε ωραίος, αλλά είχε γερά πόδια κι έτρεχε. Κι επειδή συνήθως βγαίναμε παρέα, έπρεπε να τρέχω κι εγώ ξοπίσω του.

Η ώρα δέκα ήρθε, αλλά όχι κι ο Νικόδημος. Με ζώσα­νε μαύρα φίδια. Έμεινα άλλη μισή ώρα εκεί ελπίζοντας κι έπειτα σηκώθηκα και έψαξα σ’ όλο το σταθμό για κείνο το μουστερή με τα σπαθιά. Είχε χαθεί.
Το μόνο γνωστό πράμα που βρήκα εκεί μέσα, ήταν ένα τηλέφωνο. Στάθηκα μπρο­στά του κοιτώντας το. Έξω είχε πέσει μαύρη νύχτα «Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος». Σαν τί φύσαγε; Σαν γύφτος, σου λέω. Να πάρει ο διάβολος! Σ’ αυτή την πόλη ζούσε κάποιος που είχε σπαράξει την εφηβική μου καρδιά και μου είχε δη­μιουργήσει την εντύπωση πως ή ζωή δεν είναι άλλο, παρά «ο λάκκος των λεόντων». Άνοιξα τον κατάλογο κι έψαξα, αλλά το όνομά του δεν υπήρχε. Σταμάτησα στο πρώτο ελ­ληνικό όνομα που είδα. Σκηνοθέτης, έγραφε δίπλα. Καλό αυτό, σκέφτηκα, άνθρωπος με φαντασία. Πήρα τον αριθμό και περίμενα. Κάτι ακούστηκε στην άλλη άκρη.

— Με συγχωρείτε. Έλληνας είστε;

Το κάτι που ακούστηκε πριν, ξανακούστηκε. Συνέχισα.

—  Είμαι ναυτικός κι έχω ξεμείνει στο Βουκουρέστι. Δεν έχω ούτε λεφτά ούτε γνωστούς. Μήπως ξέρετε πού θα μπορούσα να πάω, για να περάσω τη νύχτα;

Περίμενα. Θα ‘χει πλάκα, λέω, τώρα να μου πει, «Εδώ, παιδί μου, εδώ. Το κρεβάτι τής κόρης μου είναι αρκετά φαρδύ και θα βολευτείτε. Νύχτα είν’ αυτή, θα περάσει….» Όμως δεν ακούστηκε τίποτα — ούτε εκείνο το κάτι.

— Αν δεν ξέρετε εσείς, δώστε μου το τηλέφωνο του κυ­ρίου Λουντέμη. Αυτός θα καταλάβει τη θέση μου.
— Πάρτε την κυρία Τάδε στον αριθμό τάδε.

Κι έκλεισε. Πήρα την κυρία Τάδε κι επανέλαβα το κεί­μενό μου, αλλά αυτήν τη φορά έβαλα περισσότερο αίσθη­μα στη φωνή μου. Την έπεισα.
— Καλώς ήρθατε. Είναι στον αριθμό έτσι κι έτσι.

Μόλις άκουσα τη φωνή, κατάλαβα πως μιλάω με συγ­γραφέα. Του είπα τα ίδια και με το ίδιο αίσθημα — τη φορά αυτή ήταν αληθινό. Δίστασε λίγο. Δικαιολογημένα — βρι­σκόμαστε στα 1971…
— Πού είστε τώρα;
—  Στο σταθμό. Παίρνω από το τηλέφωνο δίπλα από την είσοδο…
—  Μείνετε εκεί. Σε δέκα λεπτά θα έρθει ή γυναίκα μου να σάς πάρει…

Δόξα Σοι! Δόξα στους συγγραφείς και στα τηλέφωνα και στις γυναίκες των συγγραφέων!… Ακόμα και στο χαμούρη τον Νικόδημο λίγη δόξα, που πήγε να μου κάνει κακό και μου ‘βγαινε σε καλό.

Μόλις την είδα, τη γνώρισα. Εδώ είχαμε τα ίδια γούστα με τον μπαρμπα-Λουντέμη. Φορούσε μπότες, μπερέ και καμπαρντίνα. Έμοιαζε με ρωσίδα πριγκίπισσα, που είχε ασπαστεί το σοσιαλισμό εξαιτίας του έρωτά της για κάποιο συνάδελφο, να πούμε. Ήταν πολύ όμορφη και τις πολύ όμορφές γυναίκες μόνο συγγραφείς θα ‘πρεπε να τις πιά­νουν στα χέρια τους. Η ομορφιά για να μείνει ομορφιά και να μείνει και κοντά σου, χρειάζεται συνέχεια σκάλισμα και πότισμα και τέτοια γαϊδουρινή υπομονή μόνο τα γαϊδούρια και οι συγγραφείς έχουν. Ακόμα και συγγραφείς σαν και μένα, που δεν έχουν γράψει τίποτα προς το παρόν — αυτοί κι αν πρέπει να ‘χουν υπομονή…

—  Πώς είναι να ζει κανείς με ένα μεγάλο συγγραφέα; τη ρωτάω στο δρόμο.
— Πολύ ωραία και πολύ άσχημα…

Όπως και με μένα, δηλαδή. Νόμιζα πως άκουγα τη Σο­φία. Εγώ δεν είχα γράψει σχεδόν τίποτα ακόμη, αλλά το πράμα μιλούσε από μόνο του.
Σταματήσαμε σε μια μονοκα­τοικία. Φαντάστηκα πως θα ήταν να ζούσα εγώ σ’ αυτό το σπίτι μ’ αυτήν τη γυναίκα.
—  Ωραίο σπίτι… λέω δήθεν αδιάφορα. Εδώ γίνεσαι συγ­γραφέας και χωρίς να ‘σαι…

Χαμογέλασε ευγενικά. Περάσαμε ένα δωμάτιο, όπου βρισκόταν το γραφείο, και μπήκαμε σ’ ένα άλλο, όπου βρι­σκόταν ο Λουντέμης. Ήταν ξαπλωμένος στην πολυθρόνα με το πόδι πάνω σε σκαμνί κι έβλεπε τηλεόραση. Πρώτη φορά αντίκριζα ένα συγγραφέα εκτός από μένα τον ίδιο, και η διαφορά ήταν τεράστια. Στο μόνο που βρήκα κάποια ομοιότητα ήταν το βλέμμα, όμως το βλέμμα θεωρείται εργαλείο στο συγγραφέα κι όλα τα κατσαβίδια λίγο πολύ μοιάζουνε.

Η γυναίκα έφερε ένα μπουκάλι ούζο και μεζέδες κι εγώ άρχισα την ιστορία μου. Στα μισά με διέκοψε ο Λουν­τέμης, τράβηξε ένα χέσιμο τους εφοπλιστές και μετά συνέ­χισα. Βγήκα από την ιστορία μου ρακένδυτος και κακομοί­ρης, αλλά τροπαιούχος σαν ήρωας ιστορίας δικιάς του.

— Θα κοιμηθείς εδώ απόψε… λέει συγκινημένος.

Φρέσκα νέα από την Πατρίδα δεν είχα και σε λίγο πιάσαμε να μιλάμε για τούς Έλληνες ποιητές και συγγραφείς.
Ο μπαρμπα-Λουντέμης γέμισε ολόκληρο κενοτάφιο, αλλά ποιους έθαψε και πού τούς έθαψε, αυτό δεν το μαρτυράω. Εξάλλου εγώ κρατούσα το φανάρι, να του φέγγω. Όταν σιγουρεύτηκα πως δεν υπήρχε άλλος κενός χώρος στο μνημούρι, αποκάλυψα το αληθινό μου πρόσωπο.
— Ξέρετε, γράφω κι εγώ… του λέω κοιτώντας εκείνη.

Ο Λουντέμης γύρισε απότομα και με κοίταξε με κείνο το βλέμμα του, που μου θύμιζε το δικό μου, μέχρι που πεί­στηκα πως κατά κάποιο τρόπο είχα προδώσει τον ίδιο μου τον εαυτό. Πήγα κι ήρθα πάνω στην καρέκλα.

—  Ά, μπα!… έκανε και πήγε κι ήρθε κι αυτός πάνω στην πολυθρόνα. Ελπίζω να διαβάσω κάποτε κάτι δικό σου. Το γράψιμο είναι μεγάλη τέχνη, αγαπητέ μου… Να, ας σου πει η γυναίκα μου τι έκανε όταν μετέφραζε κάποιο βιβλίο μου. Ήταν στο γραφείο της και με πήρε τηλέφωνο. Πες του τι έγινε…
—  Έκλαιγα… Του τηλεφώνησα και του είπα, δεν μπορώ άλλο, κλαίω συνέχεια.

Δεν μίλησα. Ο καθένας έχει τον τρόπο του.

—  Να μεταδίνεις στον άλλο τη συγκίνησή σου… Τότε θα μπορέσεις να γράψεις. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;
— Μάλιστα…

Ένα δείγμα της μαστοριάς μου είχα φανερώσει κιόλας με την ιστορία μου, όμως δεν είπα τίποτα. Ό,τι και να ‘λεγα δεν θα ‘βρισκα το δίκαιό μου. Έπιασε από το ράφι ένα χον­τρό φάκελο.

—  Μπορείς να περάσεις αυτό το χειρόγραφο στην Πατρί­δα; Είναι το τελευταίο μου μυθιστόρημα.
— Και βέβαια μπορώ.

Μιλήσαμε κάμποσο γι’ αυτό το μυθιστόρημα κι έπειτα η γυναίκα σηκώθηκε. Πλησίαζαν μεσάνυχτα.

— Πάω να σάς στρώσω…
—  Μια στιγμή… κάνει σκεφτικός ο Μέλιος. Νομίζω πως θα ‘ταν καλύτερα αν κοιμόταν στο ξενοδοχείο. Τον τελευταίο καιρό μου κάνουν πολύ συχνά έλεγχο… τονίζει γυρνώντας σε μένα.
— Όπως θέλετε…

Άφησα με τρόπο το προτελευταίο μπουκάλι ουίσκι δί­πλα από την καρέκλα που καθόμουν και σηκώθηκα.

— Το χειρόγραφο;
— Χειρόγραφο; Ά, δεν βαριέσαι… Ας μείνει εδώ…

Βέβαια, και να έμενε εκεί, δεν θα χαλούσε. Ίσως να είχε γνωρίσει κι εκείνος στο βλέμμα μου το βλέμμα του, ί­σως πάλι να ήταν προληπτικός και να πίστευε πως δεν θα ξημέρωνε η μέρα, έτσι και κοιμόμασταν οι δυο μας κάτω από την ίδια στέγη. Αντί το χειρόγραφο, μου έδωσε ένα τυπωμένο βιβλίο.

— Γράφετε «και για τη Σοφία» παρακαλώ; του λέω καθώς έγραφε την αφιέρωση. Σάς αγαπάει πολύ…

Μου έδωσε και τριακόσια λέι. Του είπα πως τα παίρνω δανεικά και πως κάποτε θα του επέστρεφα τα λέι μαζί μ’ έ­να βιβλίο δικό μου. Το ‘κανα. Το σωστό θα ήταν να του επέστρεφα τα λέι μαζί με δυο βιβλία δικά μου. Του ευχήθηκα να τον ξαναδώ στην Ελλάδα πια και χωρίσαμε.
Μπήκα με τη γυναίκα στο αυτοκίνητο και πήραμε πάλι τούς δρό­μους. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο χωρίς να πούμε λέξη κι αποχαιρετιστήκαμε μπροστά στο σκοπό χωροφύλακα. Δεν την ξανάδα — ούτε και τον Λουντέμη.

Το πρωί που κατέβη­κα, έμαθα πως ο λογαριασμός ήταν πληρωμένος· κι ακόμα πως το ρουμάνικο χρήμα δεν είχε πέραση στη Γιουγκοσλαβία. Έβγαλα εισιτήριο μέχρι τη Θεσσαλονίκη και μου έμει­ναν και μια χούφτα λέι για φάγωμα.
Όλο το ταξίδι το πέρασα στο μπαρ του τρένου. Είχα αφήσει τα λεφτά πάνω στο τραπέζι και είπα στο γκαρσόνι να φέρνει και να παίρνει. Ή­μασταν μόνοι εκεί μέσα και τόσο σιωπηλοί, που ο καθένας μας ένιωθε δυο φορές μόνος.

Σκεφτόμουν. Η επαφή μου μ’ ένα συγγραφέα με είχε κολλήσει «συγγραφικότητα» και βιαζόμουν να βρεθώ κοντά στη Σοφία για ν’ αρχίσω κι εγώ να γράφω τα «πάθια μου». Έφτασα στα σύνορα μόνο με κείνα τα πέντε δολαριάκια και οι Γιουγκοσλάβοι τα θέλανε όλα για τη βίζα. Τους τα ‘δωσα.

Βράδιαζε όταν αντίκρισα το σπίτι της Σοφίας. Η θυρωρίνα μου έπιασε το χέρι κι άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε όχι σαν να φτάνω, αλλά σαν να φεύγω. Ακόμα δεν ήξερα γιατί. Την παρακάλεσα να πληρώσει το ταξί και να μου ανοίξει την πόρτα από το διαμέρισμα. Τα έκανε όλα κλαίγοντας.

Ξάπλωσα στο στενό κρεβάτι της Σοφίας κι αποκοιμήθηκα αμέσως. Με ξύπνησε ο ήλιος και το χέρι που μάλαζε την πλάτη μου. Όλοι ήμασταν εδώ, λοιπόν. Γύρισα. Η Σο­φία μου χαμογελούσε με κείνο το πονεμένο της χαμόγελο, που ευχόσουν καλύτερα να μη σου χαμογελάει. Το ‘βλεπες, πως υπόφερε για λογαριασμό σου. Είχε μπανιαριστεί και φορούσε μπουρνούζι. Το άνοιξα για να δω και τα βυζιά της· μου είχαν λείψει περισσότερο κι από την ίδια.

— Όχι… πρέπει να φύγω…

Την τράβηξα πάνω μου και με βοήθησε να της βγάλω το μπουρνούζι. Έπειτα μ’ έπιασε με το χεράκι της και με οδήγησε στη σπηλιά, που κάποτε παίζαμε, φοβούμενη ίσως πως μόνος μου δεν θα ‘βρισκα πια το δρόμο. Έτσι ήταν η Σοφία — βοηθούσε όλο τον κόσμο. Όση ώρα καθόταν πά­νω μου κουνιόταν μπρος πίσω, έτσι όπως κουνιούνται και οι μοιρολογήτρες. Το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει και τα δάκρυα κατρακυλούσαν στα μούτρα μου και ήταν σαν να γαμώ κάποια που μόλις κήδεψε τον αγαπητικό της ή σαν να γαμούσε εκείνη το πτώμα του. Όταν φτάσαμε στο τέρμα, ξεκαβαλίκεψε απότομα και βγήκε από το δωμάτιο. Γύρισε σχεδόν αμέσως ντυμένη και με το ταγάρι της φουσκωμένο.

— Μπορείς να μείνεις εδώ δυο τρεις μέρες. Χάρηκα που είσαι καλά… Πρέπει να σου πω ότι αγαπάω ένα συγγρα­φέα…

Έμεινα στο κρεβάτι και άκουγα τις πόρτες μια μια ν’ ανοίγουν και να κλείνουν. Πρώτα εκείνη του διαμέρισματος, μετά του ασανσέρ, ξανά του ασανσέρ και τέλος τη με­γάλη εξώπορτα. Τότε σηκώθηκα να ετοιμαστώ κι εγώ. Με­τά τόσες μέρες ξεκρέμασα τα σπαθιά και το καπέλο από το σάκο και τ’ άφησα στο τραπέζι. Επιτέλους, απαλλαγόμουν απ’ αυτές τις έγχρωμες μαλακίες. Μαζί άφησα και το βιβλίο του Λουντέμη.

Αντικρίζοντάς με ή θυρωρίνα έβαλε πάλι τα κλάματα.
— Φεύγετε, ε;
Κούνησα το κεφάλι. Αυτηνής ήμουν ο τύπος της.
— Πού θα πάτε — ακόμα δεν ήρθατε…
—  Στον Πειραιά… Μήπως έχετε τίποτε λεφτά να μου δανείσετε για το εισιτήριο;

Έβγαλε το πορτοφολάκι και κλαίγοντας το αναποδογύρισε πάνω στο θυρωρείο. Μου τα μέτρησε όλα στη χού­φτα, ακόμα και τα κέρματα. Όσο κράτησε αυτή η δουλειά, κουνούσε το κεφάλι — πως δεν καταλάβαινε τίποτε πια.
Εγώ καταλάβαινα· ούτε και φέτος θα γινόμουν συγγρα­φέας. 

Έλλη Βασιλάκη