Ο Βλάμης
Έβγα λουκουμαδένια / στο παραθύρι σου,
Περλ Χαρμπορ η καρδιά μου / για το χατίρι σου.
Γλυκιά μου, φεγγαρένια, / μπιρμπιλομάτα μου,
μαλάκια χρυσαφένια, / γαλανομάτα μου.
Άφησε τις καντρίλιες / και τα θυμώματα
άνοιξε πια τις γρίλιες / ασ’ τα καμώματα.
Λυπήσου με λιγάκι / άγγελε ξανθωπέ,
άλλαξε υφάκι / άφησε
το τουπέ.
Πλησίασε στο παραθύρι / δες απ’ τις γρίλιες σου,
πίνω ξεροσφύρι / στις μπουκαμβίλιες σου.
Ντυμένος τα καλά μου / μα εσύ με αγνοείς,
θολώνουν τα μυαλά μου / που με περιφρονείς.
Το ίδιο είστε όλες / μάγισσες, φόνισσες
γυναίκες κουτσομπόλες, /
απατεώνισσες.
Εγώ είμαι παλικάρι / δεν ξέρω ψέματα,
το μαχαίρι στο θηκάρι / θα τρέξει αίματα.
Στέκομαι για λίγο, / κάνω μια σκέψη δεύτερη
αφήνω την καρδιά μου / να πετάξει λεύτερη.
Να δώσω είναι ώρα / τόπο στην οργή
πρέπει να πάρω τώρα / απόφαση γοργή.
Στο διπλανό κουτούκι / τρικλίζοντας
μπαίνω κι απ’ το σεντούκι / του νου σκαλίζοντας:
« Εις υγείαν των ερώτων
το ποτήριον το πρώτον».
Ο
ξέμπαρκος
(Ξέμπαρκος, είναι το ψευδώνυμο ενός Ερμιονίτη)
.