Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Λόρδος Βύρων


Λόρδος Βύρων 


Του Γιάννη Λακούτση

«Δικά μου ήταν τα λάθη,
δικά μου ας ειν’ και τα βραβεία τους.»

Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον ο για τους Έλληνες λόρδος Βύρων, γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1788. Το όνομα του είναι στενά δεμένο με την Ελληνική ιστορία και οι Έλληνες οφείλουν σ’ αυτόν μεγάλο σεβασμό κι ευγνωμοσύνη. Γιατί ο Βύρων αγάπησε την Ελλάδα και πρόσφερε γι αυτή ακόμα και την ζωή του.
Άλλοι όμως έχουν διαφορετική άποψη. Περιγράφουν τον Λόρδο Βύρωνα σαν ένα κακομαθημένο, επιπόλαιο, εγωιστή, μεγαλομανή, αλκοολικό, εκκεντρικό αριστοκράτη.
 Έγραφε σε φίλο του: « οι Έλληνες είναι ίσως ο πιο διεφθαρμένος λαός του κόσμου. Είναι η πιο ματαιόδοξη και ανειλικρινής φυλή της γης».
« Μακρόν είναι να εκθέση λυπηρόν τις να δηλώση,
πως μετά τοσαύτην δόξαν ήλθεν αθλιότης τόση
αρκεί ότι κανείς ξένος δεν σου έκαμψε το γόνυ
ει μη ότε διεφθάρης και εταπεινώθης μόνη
ναι αφ’ ου εξηχρειώθης έφερες εις φως προδότας
κ’ ήνοιξας οδόν και πύλας εις τους έξωθεν δεσπότας…
Και την σήμερον θα τρέφουν αι κοιλάδες σου καρδίας
και ψυχάς ενθουσιώδεις, πάλιν εις μεγαλουργίας
τους υιούς σου δυναμένας να κινήσουν, όμως τώρα
αυτοί ζουν και αποθνήσκουν ως ανδράποδα αχθοφόρα
είναι δούλοι,-και τι λέγω; δούλοι δούλων των εσχάτων,
και αναίσθητοι εις όλα, φίλοι των κακουργημάτων.
Πάσα σήμερον κακία την καρδίαν των μολύνει,
ικανή ν’ αφομοιώση τους ανθρώπους με τα κτήνη
και της αρετής ακόμη στερημένοι των αγρίων,
κανέν αίσθημα δεν έχουν η γενναίον η ανδρείον
εις τους γείτονας λιμένας πανουργία είναι όλος,
κ’έγινε παροιμιώδης του Γραικού παντού ο δόλος.
Κατά τούτο είν’ οξύνους, τους αρχαίους ομοιάζει,
αλλ’ εις τούτο, τούτο μόνον, πρέπει τώρα να κομπάζη.
Η φωνή επί ματαίω θέλει της ελευθερίας
να εγείρη πνεύμα φέρον προ πολλού δεσμά δουλείας
φευ! οι δούλοι φέρουν όλοι τον ζυγόν μετ’ απαθείας.
Παύω στο εξής να χύνω δι’ αυτούς τα δάκρυα μου,
λυπηρόν ωστόσο είναι τούτο το διήγημα μου…»
(Αναφερόμενος στην Ελλάδα και τους Έλληνες, στο ποίημα του  Ο ΓΚΙΑΟΥΡ)

Ο Μπάιρον  δάνεισε την Ελλάδα 3000 τάλιρα Ισπανίας, υποθηκεύοντας τις αλυκές του Μεσολογγίου
και άλλες τέσσερις χιλιάδες λίρες για έξι μήνες. Αν μέσα στο εξάμηνο δεν έπαιρνε πίσω τα χρήματα του, οι Έλληνες έπρεπε «να πληρώσωσι τόκον
4 τοις % κατ’ έτος από σήμερον μέχρι της παντελούς εκπληρώσεως».
Δεν κατάγγειλε ποτέ την φιλοτουρκική στάση της Αγγλικής κυβέρνησης,
η οποία προστάτευε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
που αποτελούσε το μοναδικό εμπόδιο καθόδου της Ρωσίας στην Μεσόγειο.
( «Τα ψιλά  γράμματα της Ιστορίας». Εκδ. Ενάλιος)
Ο Λόρδος Μπάιρον ήταν ένα κράμα αντιθέσεων, γράφει στο βιβλίο της
« BYRON Ποιητής, εραστής η επαναστάτης;» η  Catherine Peters,
βιογράφος και μέλος της Αγγλικής Βασιλικής Εταιρίας της Λογοτεχνίας.
Αριστοκράτης και επαναστάτης, μόνιμα τυραννισμένος από μανιοκατάθλιψη, έζησε μια ακραία ζωή. Ο ιδιωτικός του βίος υπήρξε σκανδαλώδης. Οι αναρίθμητες ερωτικές του περιπέτειες δεν έκαναν  διακρίσεις ανάμεσα στα φύλλα ούτε εμποδίζονταν από
το ταμπού της αιμομιξίας. Αψηφούσε απαράβατους ηθικούς κανόνες, ζευγαρώνοντας με την ετεροθαλή αδελφή του, χωρίζοντας την γυναίκα του, συζώντας χρόνια με Ιταλίδα κόμισα. Για τους Έλληνες έλεγε ότι: « οι αγριότητες τους ήταν ισάξιες
των Τούρκων. Για πεντακόσια χρόνια οι Έλληνες ήταν ολοκληρωτικά σκλάβοι
και δεν υπάρχει χειρότερος τύραννος από ένα σκλάβο!»                                                                                                                                                                                    
Στα οκτώ του συναντά τον πρώτο του έρωτα. Θα ακολουθήσουν πολλοί ανομολόγητοι και απαγορευμένοι έρωτες. Έλεγε άλλωστε, «ότι οι γυναίκες
φιλούσαν καλύτερα από τους άνδρες».
Εξελίχθηκε σε μεγάλο εραστή, καθώς η φυσική του ομορφιά ταίριαζε
με τον ανυπότακτο χαρακτήρα του. Απέπνεε γοητεία στην οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί κανείς, άνδρας η γυναίκα, αναφέρει στο βιβλίο της  « Λόρδος Μπάιρον
οι έρωτες του» μια άλλη  βιογράφος η Εντνα Ο Μπράιεν.
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                          Ασχολήθηκε από μικρός με την ποίηση. « …ο μοναδικός, πλήρης και ειλικρινής λόγος για τον οποίο καταπιάνομαι μ’ όλα αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα ήταν πάντα…για να ξεφύγω απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό».
Στην ηλικία των έξι ετών μετάφραζε Οράτιο και πριν τα οχτώ, είχε διαβάσει όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
  Ο ΓΚΙΑΟΥΡ
Ένα από τα πολλά έργα του είναι και το ποίημα  Ο Γκιαούρ και αποτελείται
από 1334 στίχους. Υπόθεση της ιστορίας του Γκιαούρ, την οποία άκουσε
ο Μπάιρον να διηγείται κάποιος σε καφενείο, αποτελεί το συμβάν του τραγικού θανάτου με καταποντισμό της όμορφης μοιχαλίδας Λειλάς από τον οργισμένο
σύζυγο της Χασάν αφού πρώτα την έκλεισε μέσα σε σάκο και η εκδίκηση
που πήρε στη συνέχεια ο Βενετός εραστής της Γκιαούρ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                              Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι από όλα τα έργα του Μπάιρον μόνο αυτό το ποίημα τυπώθηκε στην Ελλάδα,  στην Ερμούπολη της Σύρου, στα Αγγλικά, το 1842 με τίτλο: « Ο Κγιαούρης του Λόρδου Βύρωνος».
Μεταφρασμένο απόσπασμα  από τον Γκιαούρ στα ελληνικά, σε πεζό λόγο, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό  « Η Ηώς του Ναυπλίου» το 1830. Έμμετρη μετάφραση  δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Μέλλον της Ζακύνθου» 1 Οκτωβρίου 1849
και είναι η παρακάτω:

…Των εντόμων της Ασίας η βασίλισσα τα πτίλα
Πορφυρά αναπετάζει και με χρώματα ποικίλα
Και εις τον της Κασσιμίρης σμαραγδοειδή λειμώνα
Το παιδίον μαγευμένον την διώκει με αγώνα.
Από εν εις άλλο άνθος το ελκύει με απάτην,
Το αποπλανά να τρέχη να την κυνηγή εις μάτην.
Μέχρις ου πετά προς τ’ άνω και αφίνει το παιδίον
Με σφοδρώς ασθμαίνων στήθος, μ’ όμμα έμπλεον δακρύων.
Παρομοίως και το κάλλος απατά τον νεανίαν,
Με λαμπρότητα χρωμάτων και με πτέρυγα ταχείαν.
Και οι δυω πλήρεις φόβων και ελπίδων κυνηγούσι
Άρχονται από της μέθης και εις το δάκρυ καταντούσι
Και ανίσως επιτύχουν, βάσανα και δυστυχίαν
Το ζωύφιον ποτίζουν και της κόρης την καρδίαν.
Το παιδίον παίζων, φέρει εις το έντομον οδύνην,
Αστατος ανήρ της κόρης καταστρέφη την ειρήνην
Το οποίον ζητούν πλάσμα με σφοδράν επιθυμίαν,
Ζωγρηθέν, αμέσως χάνει την προτέραν του αξίαν.
Η χειρ ήτις, φερόμενη υπό πόθου το εγγίζει,
Των χρωμάτων του την στίλψιν εν τω άμα αφανίζει,
Ωστε τότε, κάλλος, χρώμα, θέλγητρα και λάμψιν χάνει
Και παραρριμένον πρέπει ή να φύγη ή ν’ αποθάνη
Με πτερά τραυμάτων πλήρη, με αιμοσταγή καρδίαν
Πού το εν ή τ’ άλλο θύμα ν’ ανεύρη ησυχίαν;
Δύναται η πεταλούδα με  ηφανισμένα πτίλα.
Εις του κρίνου ή του ρόδου να πετά τα ωραία φύλλα,
Η η κόρη όταν χάση την ακμαίαν ευμορφίαν,
Των αθώων ημερών της να γευθή την ευθυμίαν.
Πεταλούδαι πετούν γύρω τής ψυχορραγούσης σμήνη,
Πλην καμμία συμπαθείας πτέρυγα δεν κατακλίνει
Και λαμπρότερα, φευ! όντα-αι γυναίκες- αμαρτίας
Συγχωρούν πολλά προθύμως πλην ποτέ τας γυναικείας
Και δακρύουσαι θρηνούσι παντός πλάσματος οδύνην,
Πλην ποτέ απατηθείσης αδελφής των καταισχύνην!...