Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Ο Μιχαλιός και η Μιχαλού

Του Γιάννη Μακριδάκη 
Σήμερα πέρασα από μια γειτονιά της πόλης και πήρε το μάτι μου τον Μιχαλιό, να στέκει αγέρωχος εμπρός στο αυτοκίνητο πλανόδιου μανάβη και να ψωνίζει κατιτίς. Ο πιο ονομαστός λαμπαδώρος στα γριγριά της Χίου και της ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής ήτανε σ’ όλο τον βίο του. Τον αφήνανε μεσοπέλαγα μες το βαρκάκι, έπιανε αυτός τη μαλαστούφα και το πετρέλαιο, άναβε τη λάμπα, έβαζε κι ένα ραδιοφωνάκι να παίζει και καθότανε αραχτός στην πρύμη. Πού και πού σηκωνότανε και πήγαινε κατάπλωρα να σκύψει, να δει από κάτω αν μαζεύτηκε η ψαριά. Το αφεντικό, με το γρι γρί το υπόλοιπο, ήτανε κάνα δυο μίλα μακριά απαγκιωμένοι σε κάποια βάλα και περιμένανε ν’ ακούσουνε τη μπουρού του Μιχαλιού να τους ειδοποιεί, να τρέξουνε. Ο Μιχαλιός δεν βιαζότανε. Ήξερε. Καθότανε μες στα μαύρα σκοτάδια του πελάγους και φωτιζότανε μονάχα αυτός από τη λάμπα, σαν ηθοποιός σε μαύρο φόντο, σαν να μην ύπαρχε τίποτα άλλο εκτός από εκείνον σε όλο το στερέωμα.
Φέτος σε μια από τις εκδηλώσεις που πήγα, δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ τώρα πού, κάποιος άνθρωπος που γνώρισα μου είπε πως σαν ήτανε παιδί είχε κάνει κι εκείνος λαμπαδώρος, πως έπαιρνε τα βιβλία του και διάβαζε για το σχολείο μες στη βάρκα, κάτω από το φως της λάμπας που ψάρευε, και πως ακόμα θυμάται την παράξενη και πολύ δυσάρεστη αίσθηση τού να είσαι η μόνη εικόνα που φαίνεται μες στη θάλασσα, τού να μη βλέπεις απολύτως τίποτα
ολόγυρα, μόνο πηχτά μαύρα σκοτάδια αλλά όλοι να σε βλέπουν, την αίσθηση του ότι όλα τα φώτα είναι στραμμένα μονάχα πάνω σου και πουθενά αλλού.
Ο Μιχαλιός λοιπόν ήτανε λαμπαδώρος άριστος. Κάπνιζε τα τσιγάρα του, άκουγε την μουσική του και περίμενε υπομονετικά ρίχνοντας πού και πού ματιές στο φωτισμένο νερό. Κι όταν κάποτε έβλεπε πως η ψαριά από κάτω του φτουρούσε, έπιανε την τσαμπούνα, ένα βουητήρι σαν κέρατο και φυσούσε μέσα, ειδοποιούσε με τον τρόπο αυτόν το γρι γρι να ρθει κοντά και να ρίξει το δίχτυ. Τον ακούγανε οι άλλοι από τη βάλλα και βάζανε μπρος. Σαν πλησιάζανε, τους φώναζε: Εκατό κιλά κολιός και διακόσια σαρδέλα. Ρίχνανε τα εργαλεία και φέρνανε απάνω εκατό κιλά κολιούς και διακόσια σαρδέλες. Ποτέ του δεν έπεφτε έξω ο Μιχαλιός γι’ αυτό ήτανε περιζήτητος.
Όλα αυτά και πολλά ακόμα μου χε πει σαν τον πρωτογνώρισα πριν από δέκα χρόνια και κάθισα μια δυο φορές μαζί του να ηχογραφήσω τον βίο του. Ήτανε ενεννήντα χρονών πριν δέκα χρόνια. Και σήμερα τον ξανάδα στητό και καμαρωτό με το μαλλί του λευκό και πλούσιο, να ψωνίζει μαναβική.
Εκατό χρονών παλικάρι.
Εντυπωσιακό σκαρί, σαν τα παλιά γριγριά, που τα κόβει η Ευρωπαϊκή Ένωση με επιδότηση για να τα αφανίσει.
Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι πως ο Μιχαλιός έχει έναν γιο που είναι εδώ και χρόνια σπουδαγμένος αστός, γκλαμουράτος δημοσιοσχετίστας και πολιτευτής (με κόμμα καθεστωτικό βεβαίως κι επικροτεί τα μνημόνια). Ενσαρκώνει ο Μιχαλιός την μετάλλαξη και την κατάντια της χώρας μας δηλαδή.
Αυτή είναι η Ελλάδα. Από τη μια γενιά στην άλλη η παλικαριά γίνηκε φλωριά. Αλώθηκε η ψυχή από το χρήμα και την αμορφωσιά της εκπαίδευσης. Κι ύστερα αναρωτιόμαστε πώς φτάσαμε στο σημείο να ξεπουλάμε την πατρίδα μας. Αφού πρώτα πρώτα ξεπουλήσαμε τα παιδιά μας, με δόλωμα δήθεν μια ζωή δίχως βάσανα, τα προσφέραμε δώρο στον Μινώταυρο του καπιταλισμού για να τα εκπαιδεύσει και να τα χειραγωγήσει, να τα καταβροχθίσει κατόπιν μαζί με την πατρίδα τους.
Αν ζούσανε οι Μιχαλιοί του παρελθόντος και μας βλέπανε, θα ήτανε βέβαιοι πως όλοι μαζί χρωστάμε πρώτα πρώτα στη Μιχαλού και κατόπιν στην Τρόικα. Μα το βάλανε το χεράκι τους κι εκείνοι στην κατάντια μας. Πλανευτήκανε πρώτοι.