Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

«Ενα ταξίδι με το τραμ»

Αγνωστα διηγήματα του Γιάννη Ρίτσου
«Βραδιάζει. Τα πρόσωπα κουρασμένα. Το φως κουρασμένο. Οι φωνές πιο μακρυνές, γιομάτες μνήμη και σιωπή. Δυο - τρία παιδιά παίζουν κάτου απ' τις σκονισμένες πιπεριές κλωτσώντας ένα άδειο κουτί τσιγάρα. Εδώ στη στάση λίγος κόσμος. Δε σκόλασαν ακόμα απ' τη δουλιά. Μια αντιφεγγιά κυκλαμινιά στα τζάμια. Μια σιωπηλή κοπέλα πλάι μας. Κρατάει μέσα στα μάτια της λίγο όνειρο, έτσι που μια μάνα κρατάει ένα δέμα για το γιο της που βρίσκεται στη φυλακή κάπου τρεις μήνες τώρα. Να κι αυτός που ψαχουλεύει μ' ανοιχτή παλάμη απ' έξω την τσέπη του. Θάχει κει μέσα μιαν εφημερίδα. Δε μπορεί να την ξεδιπλώσει φανερά και να διαβάσει. Αμα φτάσει σπίτι του. Το τραπέζι, το φως, ο κόσμος. «Πρόσεξε μη χτυπήσουν την πόρτα. Ξέρεις πόσα φύλλα σκίσανε σήμερα; Ξυλοκόπησαν κι άλλους. Τι πες; Ναι βέβαια. Δημοκρατία».

Τα πρόσωπα ξεχνιούνται. Να, το τραμ. Μένουν μονάχα τα βασανισμένα χέρια πάνου στα γόνατα να συλλογιούνται το μόχτο τους. Γυρνάς κατά μέσα τη ματιά. Ψαχουλεύεις. Μια μέρα έφυγε. Λοιπόν; Α, τίποτα. Πούναι τώρα κείνος ο γυμνός χώρος «ο ανιδιοτελής», όπου καρδιά και στοχασμός δίνουν τα χέρια, εκεί που το χτες και το αύριο σμίγουν σ' ένα χαμόγελο, κι η ψυχή ξανασαίνει ξεπληρώνοντας με μια χούφτα άστρα όλα της τα χρέη; Κι ακόμα παραπέρα, πούναι η ανυποψία αυτού του χώρου, η πριν απ' τη γνώση απλότητα, τα πράγματα σκέτα χωρίς βαθμούς και συγκρίσεις, ζεστά μέσα στην ύπαρξή τους, αδιαίρετα στην πράξη μας...


Θάχει μπουνάτσα κάτου η θάλασσα. Ενα πανί ψαρόβαρκας θα χαζεύει στον ορίζοντα. Ενα ποτήρι νερό που λάμπει στο πράσινο τραπεζάκι της ακρογιαλιάς. Λίγη χαρά. Η ώρα που πέφτει τρυφερή - τρυφερή, ήσυχη, σαν τη στάχτη του τσιγάρου στη βραδυνή θάλασσα...

Κάποιος ανέβηκε στο τραμ. Λιοκαμένο πρόσωπο. Παράξενα ρούχα. Δυο σταγόνες αίμα νωπό στο σακάκι του. Κοντοζυγώνει το γέρο εισπράχτορα.

- Να μείνω; Δεν έχω να πληρώσω, λέει.

- Από πού έρχεσαι;

- Απ' την Ελ-Ντάμπα.

- Και ρωτάς, λεβέντη μου; Και δε ντρέπεσαι να με ρωτάς; Κάτσε γιόκα μου. Δυο - τρεις θέσεις γουστάρεις; Ούλο το τραμ δικό σου. Απλωσε και τα πόδια σου. Σε χτύπησαν; Τι δε μιλάς;

Του βάζει ένα τσιγάρο στο στόμα. Του τανάβει.

- Φχαριστώ, λέει, το παιδί. Φχαριστώ παππού.

- Το λοιπόν, έτσι, συρματόπλεγμα, ε;

- Ναι, συρματόπλεγμα, μα καρδιά λεύτερη. Δω πέρα δεν έχει συρματόπλεγμα, μα...

- Εχει κ' εδώ, έχει...

- Εκεί απ' το πρωί ως το βράδι, δίναν και παίρναν τα τραγούδια του αγώνα μας. Ως κι οι αραπάδες. Ω... ξέρεις... να! κάθε που μας δίνανε παντζάρια δεν έτρωγε κανένας μας.

- Τι; απεργία πείνας;

- Οχι. Μα... με το κοκκινοζούμι βάφαμε τις σημαίες μας.

- Α, χα... γελάει ο γερο-εισπράχτορας κάτου απ' τ' άσπρο μουστάκι του. Φεγγοβολάει το πρόσωπό του σάμπως εξοχικό τοπίο γιομάτο στουρναρόπετρες κάτου απόνα ανοιξιάτικο άσπρο συγνεφάκι.

Γελάνε κι όλοι γύρω. Ξεθαρρεύονται. Ενα κοριτσάκι ως οχτώ χρονώ τρίβεται στα γόνατα του Ελνταμπίτη.

- Είναι κι ο πατέρας μου κει πέρα. Μπας και τον είδες;

- Πώς τόνε λένε;

- Γιώργο.

- Ου, και βέβαια, τόνε ξέρω τον πατέρα σου το Γιώργο. Οπου νάναι θάρθει.

"Τέρμα. Τέρμα". "Στο καλό, στο καλό". "Φχαριστώ".

- Στο καλό, κι όπως είπαμε λέει ο γερο-εισπράχτορας. Θα το κόψουμε το συρματόπλεγμα.

- Το κομένο λογαριάζεις.

Κατεβαίνουμε απ' το τραμ. Τι καθάριο το βράδι. Και το παιδί, να. Τον γνωρίσανε. Πόσοι φίλοι, θε μου. Πώς αγαπιούνται τούτοι οι άνθρωποι. Τρεις - πέντε - δέκα, του σφίγγουνε τα χέρια. Δεν προφτάνει ποιο χέρι να πρωτοχουφτώσει. Ενας γλόμπος ανάβει μονομιάς πάνω τους, φωτίζονται τα τίμια, σοβαρά και γκαρδιακά τους πρόσωπα.

Τι όμορφη βραδιά. Εχει και φεγγάρι. Να, για κοίτα. Το φεγγάρι. Μαλαματένια βέρα στο δάχτυλο της βραδιάς και στην ψυχή μας. Ο όρκος μας στον κόσμο».

«Στον ήλιο της Αθήνας»

«Γιορτάζει ο ήλιος στην Αθήνα μας. Λουστράρει τα παραθυρόφυλλα, τους τοίχους. Χυμάει στην άσφαλτο γυαλί - καθρέφτης, λούζει τις ακακίες απ' την κορφή ως τα νύχια, ξανακαινουργώνει τις παράγκες, κρεμάει φλουριά μέσα στις πιατοθήκες, βάνει δυο δάχτυλα χοντρό χρυσάφι άκρη-άκρη στον τσίγκο της αυλής. Μοσκοβολάει ολούθες λεβεντιά το πρωί. Περνάει ένα κάρο φορτωμένο παλιολαμαρίνες. Λαμποκοπάνε οι λαμαρίνες ατόφιο μάλαμα. Σούρχεται να ρωτήξεις:

- Ε, μπάρμπα, πού τον πας όλον αυτό τον ήλιο;

Και δόστου, ντάγκα - ντούγκου, οι λαμαρίνες κουδουνίζουν. Ο καροτσέρης μερακλώνεται. Το ρίχνει στο τραγούδι:

«καροτσέρη τράβα ίσα

να μας πας για τα Πάτησα»

Απάνου ο ουρανός φαρδής - πλατής και πεντακάθαρος, σάμπως νυφιάτικο σεντόνι πλυμένο με τα χέρια μιας εικοσάχρονης ρωμιάς πέντε βολές περασμένο απ' το λουλάκι. Και κει στην άκρη, ασάλευτα και κάτασπρα τρία καλοθρεμένα σύνεφα θαρείς και καρτεράνε τρία στρουμπουλά αγγελούδια να χώσουνε το δάχτυλό τους μες στο βάζο του ήλιου και να γλείψουνε το μέλι.

Κάτι σβαρνάει μες στα πλευρά σου, τραντάζει την καρδιά η χαρά. Θέλεις νανοίξεις τις φούχτες σου και να μοιράσεις φως στον κόσμο, θες να σκουντήσεις κάποιον στον αγκώνα και να του πεις: "Βλέπεις; Βλέπεις;" - "Νάτος ο ήλιος". Σαν όταν είσαι στον κινηματογράφο και βλέπεις μια όμορφη σκηνή και σκουντάς το διπλανό σου να μοιραστείς μαζί του την ομορφιά και τη χαρά για να μπορείς ναν τη χαρείς έτσι διπλά. Μα βλέπεις τότες πως ο άλλος ξεθεωμένος απ' το μόχτο της μέρας έχει αποκοιμηθεί. Θαμπίζουνε τα μάτια σου, πες από πίκρα, πες από ντροπή.

Κι οι άνθρωποι, να, σκυμμένοι ολημερίς ιδρωκοπάνε σαν τους ζευγάδες με τα μάτια κολημένα στο χώμα, δίχως να βλέπουν παρακεί μια συντροφιά από παπαρούνες που ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους.

"Βλέπεις; Βλέπεις;". Το τεντωμένο δάχτυλο - η ψυχή - που δείχνει. Φτεροκοπάει ένα τραγούδι ολόγυρα. Δεν τ' ακούς; Θυμάσαι τότες που διαβάζαμε... Σε ποιο βιβλίο; Τότες που γινόταν συνεδρίαση στο σπίτι του γιατρού. Κι έξω στην αίθουσα αναμονής, πρόσμενε η Μάνα του Γκόρκι με ένα κατσαρόλι στα χέρια, για να φάει ο γιος της σα θα τέλευε τη "δουλιά".

Τι παστρικά πούταν εκεί μέσα. Τι ήσυχα. Η μάνα στέκονταν και κοίταζε. "Δες μάτια μ' τι λοής πραμάτειες βρίσκουνται στον κόσμο". Ετούτο το τραπέζι. Αμ η καρέκλα με τα στολίδια...

Ενα τετράφαρδο παράθυρο. Μπαίνει τετράγωνος ο ήλιος στο πάτωμα. Γυαλοκοπάει το χερούλι της πόρτας.

- Μπα, μπα, τι πράματα μαθές...

Παίρνει δειλά κάποιο βιβλίο στα χέρια. Το ξεφυλλίζει. Εχει ζωγραφισμένες πεταλούδες...

- Για δες, για δες... Ετούτο εδώ το ζούδι έχει μια ολάκερη πολιτεία από λουλούδια ζουγραφισμένη στα φτερά του. Αμε δαύτο... Πού να ξέρω αυτά τα ζούδια... Α, ναι, καλέ. Είναι πεταλούδες. Για δες...

Χαμογελάει βαθιά και συλλογιέται περιμένοντας το γιο της:

- Πόσα όμορφα πράματα βρίσκονται στον κόσμο, που περνάνε κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μας και μεις μηδέ τα νογάμε, μηδέ τα βλέπουμε...

Πάλι χαμογελάει στοχαστικά πάνου στο βιβλίο με τις πεταλούδες. Α, τώρα ξέρει. Μέσα κει ο γιος της κάτι όμορφο ετοιμάζει μαζί με τους άλλους... και...

- Αχ, θε μου, πότες πια θα ξαστερώσει το μάτι κι η ψυχή τ' ανθρώπου, να ξαστερώσει πια για πάντα ο ουρανός...

Πιάνει απόξω το κατσαρόλι με το φαΐ του γιου της: "Αργεί, θα κρυώσει το φαΐ του. Πάλι παγωμένο θα το φάει. Μα... ναι. Δεν πειράζει... Θα ξαστερώσει κι η ψυχή κι ο ουρανός...".

Εκεί έξω, μες στο φως της Αθήνας, περνούν με συνοδεία τρία παλικάρια αλυσοδεμένα, σκονισμένα.

- Τι είναι; Ποιοι είναι;

- Είναι αυτοί που τινάξαν στον αγέρα γερμανικά καράβια και σιδηρόδρομους, αυτοί που αφήσανε δουλιές και φαμίλιες, και ολάκερα χρόνια νηστικοί, κουρελιάρηδες, γυμνοπόδαροι, χύναν το αίμα τους πολεμώντας για τη λευτεριά. Είναι τα παιδιά της Αντίστασης. Τα παιδιά του λαού, τα παιδιά μας.

- Πού τους πάνε;

- Να τους σκοτώσουν.

- Γιατί;

- Αυτή ναι τώρα η "λευτεριά".

Βουρκώνει ο ουρανός. Τα τρία αγγελούδια κουτρουβαλιάζονται απ' τα σύννεφα. Χτυπάνε τα παραθυρόφυλλα. Η Μάνα του Γκόρκι κλείνει το βιβλίο με τις πεταλούδες.

- Μπα, λέει. Πώς άλλαξε μονομιάς ο καιρός. Τι κρύο. Ανεβάζει το μαύρο μποξά της ως το κεφάλι και συμμαζώνεται στην καρέκλα της.

Στην άλλη κάμαρα ο γιος της κι ο γιατρός και τ' άλλα παιδιά του λαού, κουβεντιάζουν:

- Πρέπει να...

Σφιχτές οι γροθιές τους πάνου στο τραπέζι, σα να δίνουν τον όρκο του Μακρυγιάννη:

- Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;

- Στο Μισολόγγι.

- Πού το τσάκισα αυτό εγώ;

- Στους Μύλους τ' Αναπλιού.

- Γιατί τα τσακίσαμε;

- Για τη λευτεριά της πατρίδας.

- Πούναι η λευτεριά κ' η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου.

Σφίγγουνε πιότερο οι γροθιές, κι όλες μαζί οι καρδιές μια πέτρινη γροθιά που αστράφτει μ' όλη την άγριαν ομορφιά της, μ' όλη της τη μεγάλη απόφαση.

Μεθαύριο, θ' ανοίξει τρυφερά η παλάμη να χαϊδέψει, θ' ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα στον ήλιο, θ' ανοίξουν τα πνεμόνια στον αγέρα κι όλες οι μάνες θα ρίξουν απ' τη ράχη τους το μαύρο τους μποξά και θ' ανοίξουν τα βιβλία με τις πεταλούδες - κάτι καινούργιες πεταλούδες... Κι έξω στο φως οι παπαρούνες θα ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους - τις ολοκαίνουργες ζητωκραυγές τους. Και τότες, βέβαια, θ' ακούει όλος ο κόσμος».