Στον στοχαστή του βλέμματος, στον ζωγράφο που αγάπησε και αξιοποίησε όσο λίγοι τη δύναμη του φωτός και του χρώματος, στον ακαδημαϊκό Παναγιώτη Τέτση είναι αφιερωμένη η έκθεση που φιλοξενείται στο παράρτημα Ναυπλίου της Εθνικής Πινακοθήκης Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.
Περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά έργα από τις σημαντικότερες θεματικές ενότητες της πορείας του. Σε όλη του τη ζωή ζωγραφίζει αυτό που γνωρίζει πάρα πολύ καλά: προσωπογραφίες, τους φίλους του, οκείους χώρους της Υδρας, του νησιού δηλαδή όπου γεννήθηκε, τα τοπία της Σίφνου, τη λαϊκή αγορά της Παρασκευής στην οδό Ξενοκράτους καθώς και νεκρές φύσεις με αντικείμενα που περιβάλλουν την καθημερινότητά του.
Η ζωγραφική του Παναγιώτη Τέτση συνδέθηκε με τρόπο αποκαλυπτικό με το φώς και δη το ελληνικό, που, σύμφωνα με τον ίδιο, «ισοπεδώνει δημοκρατικά τους τόνους και ξεθωριάζει τα δυνατά χρώματα». Προσπάθησε, όμως, να το μετουσιώσει, να απελευθερώσει τη δύναμη του, να αποτυπώσει πειστικά τη φύση του, να δημιουργήσει μια πρωτόγνωρη ζωγραφική υπαίθρου έντονα χρωματική με δυνατές αρμονίες.
Η αγάπη του, επίσης, για το χρώμα δεν ατόνησε ποτέ. Οπως σημειώνει η κριτική «στα ώριμα έργα του, χτίζει κυριολεκτικά με το χρώμα. Μεταφράζει το φως και τη σκιά σε υπολογισμένες μονάδες καθαρού και λαμπερού χρώματος και οικοδομεί ένα σύμπαν αίθριο και φωτεινό. Το φως, μια ποιότητα που παραμελήθηκε στην αντίληψη του χρώματος από τη μοντέρνα ζωγραφική, για τον καλλιτέχνη δίνει τη βάση της χρωματικής τοποθέτησης σε κάθε πίνακά του. Η ζωγραφική του, ωστόσο, δεν αγνόησε τις κατακτήσεις της αφαίρεσης. Κάθε τμήμα του πίνακά του διαβάζεται ως καθαρή ζωγραφική και ως μέρος του αινίγματος της εικόνας».
Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε στην Υδρα το 1925. Πήρε τα πρώτα του μαθήματα από τον Γερμανό ζωγράφο και χαράκτη Κλάους Φρισλάντερ. Καθοριστικό ρόλο στο ξεκίνημα της καλλιτεχνικής του διαδρομής είχε η γνωριμία του με τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τους οποίους και θεωρεί δασκάλους του. Το 1949 αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κ. Παρθένη, τον οποίο παρακολούθησε πολύ λίγο επειδή ο ζωγράφος αποχώρησε από τη Σχολή. Με υποτροφία του ΙΚΥ συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole des Beaux-Arts (1953-1956) του Παρισιού όπου, μεταξύ άλλων,
σπούδασε χαρακτική και ειδικότερα χαλκογραφία με δάσκαλο τον Ε. J. Goerg. Το 1960 μια τρίμηνη τιμητική υποτροφία της ιταλικής κυβέρνησης του έδωσε την ευκαιρία να μελετήσει την τέχνη σε ιταλικά μουσεία.
Στην ουσία της ζωγραφικής του Παναγιώτη Τέτση αναφέρεται σε κείμενό της η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. «Πιστός στην παράδοση του μοντέρνου, ο Τέτσης δεν έχει προνομιακά θέματα», γράφει. «Το θέμα είναι γι' αυτόν απλό ερέθισμα, μοτίβο. Η σύνθεση, πάντα στέρεα οργανωμένη, το πλούσιο χρώμα, το αμίμητο μετιέ του καλού μάστορα, θα μεταβάλουν το πιο ασήμαντο μοτίβο σε αξιομνημόνευτο ζωγραφικό συμβάν. Ολα τα θέματά του έχουν τη θέση τους στη ζωγραφική του Τέτση: από ένα απλό κανάτι με πινέλα ακουμπισμένο σε ένα τραπεζάκι ώς τη γεωμετρία της Υδρας την ώρα που την αγκαλιάζει ο πρώτος ήλιος και την αποχαιρετά ο τελευταίος, θωπεύοντάς τη με το μελένιο φως του, και ώς τη λαϊκή αγορά της Παρασκευής στην Ξενοκράτους, που θα εμπνεύσει στον ζωγράφο τη μνημειώδη ζωφόρο των 50 μέτρων».
info: μέχρι 15 Νοεμβρίου, Σιδηράς Μεραρχίας 23, Ναύπλιο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗΣ
http://www.enet.gr/
Πρόταση για ανάρτηση της Έλλης Βασιλάκη