Tου Nικου Γ. Ξυδακη kathimerini
Η εισαγωγή σε ανώτατες σχολές αποφοίτων λυκείου με βαθμό 4, 5, 3 ή και κάτω της μονάδος (0,91!) δεν εξέπληξε κανέναν. Ολοι γνώριζαν τι θα συμβεί με την κατάργηση της βάσης του μεσοσταθμικού 10. Το βλέπαμε να συμβαίνει επί σειρά ετών. Οπως βλέπαμε, εναργώς, ότι η μαζική και η άκριτη εισαγωγή μαθητών στα πανεπιστήμια δεν απέρρεε από ικανοποίηση του δημοκρατικού δικαιώματος στη γνώση, αλλά από τις δημαγωγικές διαθέσεις των κυβερνήσεων, την κόπωση, την ανικανότητα και τη ραθυμία του σύνολου εκπαιδευτικού συστήματος, την πονηρή απόκρυψη της νεανικής ανεργίας, τον ανύπαρκτο εθνικό σχεδιασμό αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, την παθητική υποταγή των μαζών. Αυτές οι ελλείψεις και τα διαρκή εγκλήματα σωρεύτηκαν και οδήγησαν στους εισαγόμενους με 5 και 0,91, στους άνεργους αμαθείς πτυχιούχους, στα πτυχία χωρίς αντίκρισμα («παλιόχαρτα» τα είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο Γερ. Αρσένης, ως υπουργός Παιδείας...). Αυτά τα διαρκή εγκλήματα αδιαφορίας, δημαγωγίας και ανευθυνότητας, οδήγησαν στην υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου κάθε βαθμίδας, δηλαδή στην υποσκαφή των θεμελίων της δημοκρατίας.
Γιατί περί αυτού πρόκειται: η απρόσκοπτη και άκοπη είσοδος όλων σε σχολεία διαλυμένα και
ανυπόληπτα, δεν είναι δημοκρατία. Είναι κοροϊδία για τις μάζες. Την ώρα που η αδύναμη οικονομικά οικογένεια στραγγίζεται για φροντιστήρια και κατόπιν για ακριβά τροφεία σε επαρχιακά φοιτητοπάρκινγκ, η ισχυρή οικονομικά οικογένεια παρακάμπτει ολοσχερώς το δημόσιο σχολείο, χορηγεί στο παιδί της μπακαλορεά ιντερνασιονάλ και το εγκαθιστά σ’ ένα πανάκριβο (και καλό) αμερικανικό πανεπιστήμιο.
Οσο πιο μαζικό και «εύκολο» γίνεται το δημόσιο σχολείο, τόσο πιο ταξικό και αντιδημοκρατικό γίνεται στην ουσία του. Και τόσο περισσότερο δυσχεραίνεται ή καθίσταται αδύνατη η ανανέωση της γηγενούς ελίτ, επιστημονικής και διοικητικής, η διαταξική ανανέωση της κοινωνίας με νέο αίμα, η προσφορά ίσων ευκαιριών σε όλους ώστε να διακριθούν οι πιο ταλαντούχοι, και να προκόψουν όλοι. Χωρίς διαρκώς ανανεούμενες ηγεσίες, χωρίς κοινωνική κινητικότητα, χωρίς ουσιαστικές ευκαιρίες για ενδυνάμωση των μεσαίων στρωμάτων, χωρίς έμπρακτη δημοκρατική αγωγή, χωρίς όλα αυτά που εξασφαλίζει το υγιές δημόσιο σχολείο, πού οδηγούμαστε; Μα εδώ που φτάσαμε: στην Ελλάδα της κρίσης, της μιζέριας, της ανισότητας, της έλλειψης οράματος, της δομικής παραβατικότητας. Και σε ένα πολιτικό σύστημα φεουδαρχών και κληρονόμων, ανικάνων και εκφυλισμένων.
Υπόσχεται αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ, η υπουργός Παιδείας. Το 2014! Ειρωνεία; Τότε η ίδια δεν θα είναι υπουργός και η παρούσα κυβέρνηση θα έχει απέλθει προ πολλού. (Τότε, κάποια άλλη κυβέρνηση, κάποιος άλλος υπουργός, θα φέρουν άλλη μεταρρύθμιση...) Και ώς τότε; Τι θα γίνει ώς τότε με τη δημόσια εκπαίδευση, αυτό το συνταγματικό δικαίωμα που σέρνεται στο χώμα, κενό περιεχομένου; Τι γίνεται τώρα;
Η απαιδευσία, ο αποπροσανατολισμός, η σπατάλη ταλέντων, ο αποκλεισμός των ανανεωτικών δυνάμεων, η διαρροή των αρίστων, η κοινωνική αποτελμάτωση, δεν μπορούν να μετατίθενται στις αθηναϊκές καλένδες. Είναι κατεπείγοντα προβλήματα, όσο κατεπείγοντα είναι τα οικονομικά των δημοσίων ελλειμμάτων και των ασφαλιστικών ταμείων. Δεν μπορεί ο πρωθυπουργός να περικόπτει τις συντάξεις των 500 - 600 ευρώ, να ζητάει θυσίες από το λαό και να μην τολμά να εγγυηθεί εδώ και τώρα την εύρυθμη λειτουργία στα πιο ζωτικά πεδία του δημοκρατικού βίου: στο δημόσιο σχολείο και στο εθνικό σύστημα υγείας.
Η διαρκής αποτυχία του δημόσιου σχολείου, που παρακολουθούμε σαν κακόγουστη τραγικωμωδία, σαν το θέαμα της δικής μας κηδείας, καθρεφτίζει τη συλλογική μας αποτυχία σε τούτη την ιστορική καμπή. Την ένιωσα σαν τραύμα αυτή την αποτυχία, όταν διάβασα την πικρή αυτοκριτική ενός δασκάλου με 15 χρόνια στην αίθουσα: «Καταντήσαμε να ψάχνουμε στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς τα ημερολόγια με τις αργίες, να τσακωνόμαστε μεταξύ μας για το ποιος θα αναλάβει την αγγαρεία της Πρώτης Δημοτικού, να βλαστημάμε την ατυχία μας –ανήμποροι να αντιδράσουμε συλλογικά, οργανωμένα και μεθοδικά– για την κάθε περίπτωση “δύσκολου παιδιού” που εμφανίζεται στην τάξη μας, και να κοιτάμε τα ρολόγια μας, προσδοκώντας να επιστρέψουμε μια ώρα νωρίτερα στα σπίτια μας, για να φροντίσουμε τα δικά μας παιδιά και να πληρώσουμε όπως όλοι οι Ελληνες τεράστια ποσά για την επιπλέον φροντιστηριακή τους εκπαίδευση...» (Ευθ. Δημόπουλος, http://tiny.cc/7tle3).
Ο εισαχθείς με 0,91 πήρε τις βάσεις του σε αυτή την «αγγαρεία της Πρώτης Δημοτικού».