Της ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ tanea
ΑΡΚΕΤΟ ΚΑΙΡΟ πριν από την αποφοίτηση του γιου μου από το Λύκειο, η μητέρα μου κι εγώ είχαμε εκδράμει εις τα εξοχάς των εμπορικών κέντρων για τα δέοντα: κοστούμι, γραβάτα, πουκάμισο, παπούτσι (μόνο για το δεξί πόδι), κάλτσα ασορτί. Το κοστούμι ωραιότατο μας βγήκε, σε χρώμα blue black:
- Καλή μάρκα είναι τα blue black; Ρώτησε το αγόρι των τζιν και των φούτερ.
Μετρήσαμε πόδια, μέσες, γιακάδες, ύψος παντελονιού... Ο,τι βρήκαμε μπροστά μας, από παιδί, το μετρήσαμε. Τα έβαλα προσεχτικά στην ντουλάπα και τα πρόσεχα ως κόρην οφθαλμού. Ολα οργανωμένα, όλα στην εντέλεια!
Κι έρχεται η μέρα της αποφοίτησης.
Και συνειδητοποιώ με φρίκη ότι έχω ξεχάσει να σιδερώσω το πουκάμισο.
Το οποίο πουκάμισο, επειδή το πήραμε με έκπτωση, μας βγήκε κομπλεξικό και δεν σιδερώθηκε αφ΄ εαυτού του! ΕΖΗΣΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ! Η ώρα να περνάει... Εγώ να σιδερώνω- βγάζοντας αφρούς από το στόμα- με τον Παύλο κατσικωμένο στον σβέρκο μου. Ενας Παύλος με το καλό το παντελόνι, το καλό το - ένα- παπούτσι, τη ζώνη την άψογη- και από τη μέση και πάνω ο γυμνός θερμαστής σε ποίημα του Καββαδία. Να μου φωνάζει να το κάνω ΚΑΙ γρήγορα ΚΑΙ τέλεια. Από το άγχος το χέρι μου πήγαινε σαν ζελέ πάνω στο ατμοσίδερο. Τα είδα όλα, λέμε! Ο-λα!
Τελειώνει η ιεροτελεστία του τσαγιού και είναι σχεδόν έτοιμος:
- Αντε, μαμά, να μου δέσεις τη γραβάτα να φύγουμε! «Αντε μαμά, να μου δέσεις τη γραβάτα»;
Οταν η μαμά συνειδητοποιεί πανικόβλητη ότι ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΔΕΝΕΙ ΓΡΑΒΑΤΑ; Δυο άντρες παντρεύτηκα κι οι δυο κύριοι- α, το σωστό να λέγεται: τη γραβάτα τη φέρανε δεμένη απ΄ το σπίτι.
Για να μην πέσω- κι άλλο- στα μάτια του παιδιού μου, ψέλλισα διάφορες αηδίες «αχ, ήξερα, καλέ, κοίτα να δεις, σταμάτησε το μυαλό μου!».
Η ώρα έχει περάσει κι είμαστε και οι δυο σε πλήρη πανικό. Παίρνω τηλέφωνα να μου δώσουν οδηγίες από το κινητό. Ενα σας λέω: γραβάτα τηλεφωνικώς δεν δένεται που να χτυπιέσαι κάτω!
Τι κάνουμε τώρα; ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ, ΒΑΓΓΕΛΙΣΤΡΑ ΜΟΥ, δυο άτομα μόνα κι απροστάτευτα;
- Να μπούμε στο Ιντερνετ, λέει ο Παύλος.
Αρχίζω να πληκτρολογώ σαν μανιακή. «Στα greeklish, μαμά, τελείωνε!» ουρλιάζει το αγόρι με τη γραβάτα στο χέρι. «Ρos denoume tin gravata». Μπαίνουμε σε μια σελίδα με σκιτσάκια. Μας ρώταγε τώρα αυτή- η σελίδα, πάντα: «Τι κόμπο θέλετε; Four in hand;
Ρratt; Windsor;» - Καλέ ότι να ΄ναι, και ναυτικό κόμπο και του συνταξιούχου τον κόσμο, κόμπος να ΄ναι κι ό,τι να ΄ναι!
Αυτό- σας ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό- το απάντησα εγώ με δυνατή φωνή στο Ιντερνετ.
Οτι θα με ακούσει τώρα αυτό και θα βγει να μας τη δέσει.
- Μαμά, τα παίζεις αλλά μην ανησυχείς, στους καλύτερους θα σε πάω εγώ!
Κι επειδή με το pos denoume tin gravata άκρη δεν βρίσκαμε, το γυρίσαμε στο αγγλικό! Τι διάολο, τόσα εφόδια έδωσα στο παιδί μου, να τα που είναι χρειαζούμενα στη δύσκολη στιγμή!
Στο όρθιο, ο Παύλος και πληκτρολογεί «Ηow to tie a tie». Μας βγαίνει στο ΥouΤube ένας μαλάκας με μια κόκκινη γραβάτα. Αυτός μας την έδειχνε αυτήν τώρα από την ανάποδη. Τη βάζαμε απ΄ την ανάποδη, ξεκινάγαμε μαζί του, αλλά τα ΄κανε σφαίρα ο τύπος και δεν τον προλαβαίναμε. Με αποτέλεσμα αυτός να την έχει δεμένη κι εμείς στο χέρι.
ΕΠΑΘΑ ΠΑΝΙΚΟ. Λέω: «Θα κατεβαίνουν όλοι τη σκάλα με δεμένη γραβάτα κι ο δικός μου θα την έχει ρίξει στο ανέμελο, πάνω στο σακάκι, σαν gay μοντέλο!» Τελικά κάπως- κάποτε- δέθηκε αυτό το πράγμα. Κάπως- κάποτε- την κάναμε τη δουλειά μας! (Και τώρα την έχω δεμένη στην κρεμάστρα, μην ξαναπάθουμε το ίδιο χουνέρι...)
... Κι έπειτα έπεσε γλυκά το σούρουπο... Κι έπειτα, σ΄ έβλεπα να παίρνεις το Απολυτήριό σου χαμογελαστός. Και στο σκοτάδι, βούρκωσα. Γιατί θυμήθηκα τη μάνα που κράταγε σφιχτά ένα τόσο δα αγοράκι στην Α΄ Δημοτικού.
Χτες σου έδενα τα παπουτσάκια. Σήμερα σου δένω τη γραβάτα... Η στιγμή που περνάει και χάνεται... Η στιγμή που ποτέ δεν χάνεται! Μάτια μου!